κερατών

  • 31μαγαρίς — μαγαρίς, ίδος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μικρὰ σπάθη». [ΕΤΥΜΟΛ. Η άποψη ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο δεν θεωρείται ορθή. Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για εσφαλμένη γρφ. τού ματαρίς, που συνδέεται με τη γλώσσα τού Ησυχίου μαδάρεις «τὰς πλατυτέρας… …

    Dictionary of Greek

  • 32μπάντα — Συγκρότημα πνευστών και κρουστών μουσικών οργάνων, προορισμένο για εμφανίσεις στο ύπαιθρο. Από την αρχαιότητα ο ήχος των αυλών, των σαλπίγγων και των κεράτων είχε ως λειτουργία να αναπτερώνει το ηθικό των στρατιωτών και να συνοδεύει τα τραγούδια… …

    Dictionary of Greek

  • 33οπισθονόμος — ὀπισθονόμος, ον (Α) (για ένα είδος βοδιών τής Λιβύης τα οποία ήταν αναγκασμένα να βόσκουν υποχωρώντας λόγω τής προς τα εμπρός κλίσης τών κεράτων τους) αυτός που βόσκει βαδίζοντας προς τα πίσω («τοῑς ὀπισθονόμοις βουσί καὶ γὰρ ἐκείνους νέμεσθαί… …

    Dictionary of Greek

  • 34προτενής — ές, Α [προτείνω] αυτός που εκτείνεται προς τα εμπρός, προτεταμένος (α. «κεράτων... ἀκρέμονες προτενεῑς», Οππ. β. «προτενές δόρυ χερσὶ μεμαρπώς», Απολλ. Ρόδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 35ρινίτιδα — Η οξεία ή χρόνια φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης. Η οξεία ρ. ονομάζεται και κόρυζα*, η δε χρόνια μπορεί να είναι απλή ή ατροφική. Ειδική μορφή ατροφικής ρ. είναι η όζαινα*. Υπάρχουν ακόμα και άλλες ειδικές μορφές χρόνιας ρ., όπως η συφιλιδική …

    Dictionary of Greek

  • 36σπαθίνης — ὁ, πληθ. σπαθιναῑοι, Α νεαρό ελάφι που ονομάστηκε έτσι από το σχήμα τών αιχμηρών κεράτων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + επίθημα ίνης (πρβλ. ἐλαφ ίνης)] …

    Dictionary of Greek

  • 37συνομοκέρωτος — ον, Μ αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό κεράτων με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμ(ο) * + κέρωτος < κέρω ς (< κέρας*, πρβλ. ἄ κερως) + επέκταση τος, κατά τα μτγν. συνθ. σε κέρατος (πρβλ. ἀ κέρατος), πρβλ. και ἀ κέρωτος] …

    Dictionary of Greek

  • 38τετράκερως — ο / τετράκερως, ων, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο τετράκερως ζωολ. γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών που περιλαμβάνει ένα μόνο είδος το οποίο χαρακτηρίζεται από την παρουσία τεσσάρων κεράτων από τα οποία το μπροστινό ζεύγος είναι μικρότερο αρχ. αυτός …

    Dictionary of Greek

  • 39αμμοδορκάδα — (ammodorcas). Αντιλόπη που ζει στη Σομαλία και χαρακτηρίζεται από τον μακρύ λαιμό, τα ψηλά και λεπτά πόδια, τη λεπτή και μακριά ουρά και την κατασκευή των κεράτων της, που είναι μεγαλύτερα στο αρσενικό. To τρίχωμά της είναι καστανοκόκκινο στη… …

    Dictionary of Greek

  • 40βροντοθήριο — Γένος της τάξης των περιττοδακτύλων ονυχοφόρων, που έχει εκλείψει. Αντιπροσωπευόταν από ζώα με ογκώδες σώμα, όμοια με τους ρινόκερους ή, για μερικά είδη, με τους ελέφαντες. Το ύψος τους έφτανε τα 2,5 μ. και το κρανίο τους είχε δύο προεξοχές με… …

    Dictionary of Greek