κερατών

  • 11POCULUM — I. POCULUM primo vola fuit, quod Diogenes non erubuit didicisse, a quodam, quem cavâ manu exceptam auqam oriadmovere vidit, abiectô hinc vasculo suô potoriô, tamquam supellectile non necessariâ, eius simplicitatem in posterum imitaturus. Verum… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12SANTALINA Ligna — totâ Indiâ celebratissima, Σαγάλια ξύλα dicuntur Auctori Peripli, facili lapsu literae T. in T. Ita autem is de pelangis ebeni. Α᾿πὸ μὲν Βαρυγάζων εἰς ἀμφότερα ταῦτα τῆς Περσίδος Ε᾿μπόρια, πλοῖα μεγάλα χαλκοῦ καὶ ξύλων Σαγαλίνων καὶ δοκῶν καὶ… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 13αεξίκερως — ἀεξίκερως ( ω), ων (Α) (για τον κριό) μεγαλοκέρατος αρχ. σημ. τής λ. «που συντελεί στην ανάπτυξη τών κεράτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + κέρως < κέρας] …

    Dictionary of Greek

  • 14αμυντήρ — ἀμυντὴρ ( ῆρος), ο (Α) 1. ό,τι χρησιμεύει για την άμυνα μας, αμυντικό μέσο, υπερασπιστής 2. (στον πληθυντικό) οἱ ἀμυντῆρες τα μπροστινά οξέα μέρη τών κεράτων τού ελαφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυντήριος] …

    Dictionary of Greek

  • 15αντιλόπη — Ονομασία θηλαστικών μηρυκαστικών υποοικογενειών των βοοειδών, μεταξύ των οποίων και η υποοικογένεια αντιλοπίνες. Σε αυτήν ανήκουν η α. και η γαζέλα. Το μέγεθός τους ποικίλλει πολύ, ανάλογα με το γένος· το ύψος τους στο ακρώμιο μπορεί να… …

    Dictionary of Greek

  • 16απόπτωση — η (Α σις) [αποπίπτω] νεοελλ. βιολ. το περιοδικό φαινόμενο της φυσιολογικής πτώσης, σε ορισμένη εποχή και ανά καθορισμένα χρονικά διαστήματα, ορισμένων μερών ή εξαρτημάτων ζωικών ή φυτικών οργανισμών, όπως των φύλλων των δένδρων, των φτερών, των… …

    Dictionary of Greek

  • 17ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… …

    Dictionary of Greek

  • 18ελαφίδες — (cervidae). Οικογένεια μηρυκαστικών θηλαστικών που αριθμεί τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Τα περισσότερα αρσενικά της πρώτης έχουν στο μέτωπο οστεώδη, συμπαγή κέρατα, που ανανεώνονται κάθε χρόνο.… …

    Dictionary of Greek

  • 19εξοχή — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 46 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται Ν της λίμνης Στυμφαλίας, στις δυτικές πλαγιές του όρους Φαρμακάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Επιδαύρου. Το 1826… …

    Dictionary of Greek

  • 20ευφωνία — η (Α εὐφωνία) [εύφωνος] 1. διαύγεια, καθαρότητα στη φωνή, γλυκιά, μελωδική φωνή («οὔτε εὐφωνίᾳ τοσοῡτον διαφέρουσιν Ἀθηναῑοι τῶν ἄλλων οὔτε σωμάτων μεγέθει καὶ ρώμῃ ὅσον φιλοτιμίᾳ», Ξεν.) 2. γραμμ. η αρμονική αλληλουχία τών φθόγγων («διὰ εὐφωνίαν …

    Dictionary of Greek