κερατοφόρος
1κερατοφόρος — κερατοφόρος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα, ο κερασφόρος («ἔστι δὲ καὶ τὰ μὲν κερατοφόρα, τὰ δ ἄκερα τῶν ζώων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + φόρος (< φόρος < φέρω)] …
2κερατοφόρος — masc/fem nom sg …
3κερατοφόρον — κερατοφόρος masc/fem acc sg κερατοφόρος neut nom/voc/acc sg …
4κερατοφόρα — κερατοφόρος neut nom/voc/acc pl …
5κερατοφόρε — κερατοφόρος masc/fem voc sg …
6κερατοφόροι — κερατοφόρος masc/fem nom/voc pl …
7κερατοφόροις — κερατοφόρος masc/fem/neut dat pl …
8κερατοφόροισι — κερατοφόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
9κερατοφόρους — κερατοφόρος masc/fem acc pl …
10κερατοφόρων — κερατοφόρος masc/fem/neut gen pl …
Страницы
- 1
- 2