κερασκόμη

  • 1κερασκόμη — κερασκόμη, ἡ (Α) το φυτό σταφυλίνος ο άγριος, είδος καρότου …

    Dictionary of Greek

  • 2κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …

    Dictionary of Greek