κεντρίτης
1κεντρίτης — κεντρίτης, ὁ (Α) [κέντρον] 1. ως επίθ. αγκαθωτός («κάλαμος κεντρίτης», πάπ.) 2. είδος δηλητηριώδους φιδιού …
2κεντρίτην — κεντρίτης prickly masc acc sg (attic epic ionic) …
3Ботан (река) — Ботан Botan Долина реки Ботан Характеристика Длина …
4καλαμοκεντρίτις — καλαμοκεντρῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) πάπ. (ενν. γη) τόπος κατάφυτος από ακανθώδη φυτά, από αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κεντρίτης «ακανθωτός»] …