κεντρίσκος
1κεντρίσκος — fish masc nom sg …
2κεντρίσκος — (Centriscus). Γένος ακανθοπτερύγιων τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των κεντρισκιδών. Περιλαμβάνει ψάρια που έχουν μικρό και ωοειδές σώμα, πεπιεσμένο πλευρικά, μήκους μέχρι 15 εκ. και μακρύ και λεπτό ρύγχος σαν ράμφος πουλιού, το οποίο απολήγει …
3centrisco — ► sustantivo masculino ZOOLOGÍA Pez de rostro largo fusiforme y con una espina en el dorso. (Centriscus.) * * * centrisco (del gr. «kentrískos»; Macrorhamphosus scolopax) m. *Pez del Mediterráneo. ≃ Chocha de mar, trompetero. * * * centrisco.… …
4centrisco — (Del gr. κεντρίσκος). m. trompetero (ǁ pez) …