κεντρίς
1κεντρίς — κεντρίς, ἡ (Α) [κέντρον] δηλητηριώδες φίδι που το δάγκωμά του προκαλεί έντονη δίψα, αλλ. διψάς …
2κεντριδώνω — [κεντρίς] κεντρίζω*, κεντρώνω …
3κεντρίδα — κεντρίς fem acc sg …
4κεντρίδας — κεντρίς fem acc pl …
5ηλιοκεντρίς — ἡλιοκεντρίς, ίδος, ἡ (Α) είδος μύγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κεντρίς, ίδος, «ερπετό»] …
6κεντρίνης — κεντρίνης, ὁ (Α) [κέντρον] 1. είδος ψαριού 2. είδος σκνίπας 3. η κεντρίς* …