κεντουρίων
1κεντουρίων — και κεντυρίων, ὁ (ΑΜ) εκατόνταρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. centurio, onis] …
2Древнегреческий язык — Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα …
3Центурион — У этого термина существуют и другие значения, см. Центурион (значения). Современная реконструкция …
4κεντυρίων — κεντυρίων, ὁ (ΑΜ) ο εκατόνταρχος, ο διοικητής εκατό ανδρών, αλλ. κεντουρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. centurio] …