κενταυρικῶς
1Κενταυρικῶς — Κενταυρικός like a Centaur adverbial …
2κενταυρικός — κενταυρικός, ή, όν (Α) [κένταυρος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε κένταυρο 2. αυτός που χαρακτηρίζει άνθρωπο άγριο, ωμό, θηριώδη. επίρρ... κενταυρικῶς (ΑΜ), με κενταυρικό, αγροίκο τρόπο …