κεναυχής
1κεναυχής — κεναυχής, ές (Α) βλ. κενεαυχής …
2κεναυχεῖς — κεναυχής masc/fem acc pl κεναυχής masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
3κεναυχές — κεναυχής masc/fem voc sg κεναυχής neut nom/voc/acc sg …
4κεναυχῶν — κεναυχής masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …
5κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… …
6κενεαυχής — και κεναυχής, ές (Α) αυτός που καυχάται για κενά πράγματα, ματαιόδοξος, κενόδοξος, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο) (πρβλ. κεν[ο] *) + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ αυχής, πολυ αυχής] …
7ՍՆԱՊԱՐԾ — (ի, ից.) NBH 2 0724 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c, 12c ա. κεναυχής vana jactans ὐπερήφανος superbus. կամ ըստ սուրբ գրոց ՝ κενόδοξος inanis gloriae cupidus. Որ ʼի զուր կամ ʼի սնոտիս պարծի. սնափառ. ամբարտաւան.… …