-
1 воздух
1. (смесь газов, составляющая земную атмосферу) о αέρ/αςжидкий - υγροποιημέ-νος/ρευστοποιη μένος -очищенный - καθαρός/καθαρισμένος -первичный - πρωτεύων/προσαγόμενος -рудничный - ορυχείου/στοάςшахтный - см. рудничный -2. полигр. τα κενά/διαστήματα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воздух
-
2 фальцевать
1. полигр. κάνω εγκοπή, διπλώνω 2. (накладывать шов при соединении металлических листов) στραντζάρω 3. (закрывать пазы) κλείνω τα κενά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фальцевать
-
3 восполнить
восполнитьсое., восполнять несов συμπληρώνω, ἀναπληρώνω, γεμίζω:\восполнить пробелы συμπληρώνω τίς ἐλλείψεις, γεμίζω τά κενά. -
4 пробел
пробелм1. (в тексте) τό κενό[ν], τό διάστημα:оставлять \пробелы ἀφήνω κενά·2. (недостаток) τό κενό[ν], τό ἐλάττωμα, ἡ ἔλλειψη [-ις]:\пробел в знаниях κενό στίς γνώσεις·3. полигр. τό κενό[ν]. -
5 пустой
пуст||ойприл1. κενός, ἄδειος/κούφιος (полый)/ ἀκατοίκητος (о жилье)/ ἔρημος (безлюдный):\пустой чемодан ἡ ἄδεια βαλίτσα· \пустойо́е пространство ὁ κενός χώρος, τό κενό·2. (бессодержательный) τιποτέ-νιος, κούφιος:\пустой человек τιποτένιος (или κούφιος) ἄνθρωπος· что за \пустойа́я голова! τί κούφιο κεφάλι!·3. (неосновательный, напрасный) μάταιος, φροῦδος, ἀβάσιμος:\пустойые слова λόγια τοῦ ἀέρα, ἀερολογήμα-τα, κενά λόγια· \пустойые обещания οἱ κενές ὑποσχέσεις, τά παχειά λόγια· \пустойые мечты τά μάταια ὀνειρα, οἱ φαντασιοκοπίες· \пустойая отговорка ἡ πρόφαση· ◊ с \пустойыми руками μέ ἄδεια χέρια· переливать из \пустойо́го в порожнее погов. κοπανώ ἀέρα, κάνω τόν ᾶνεμο κουβάρι, δεματιάζω τ' αὐγά· \пустойо́е место ἡ νοῦλα, τό μηδενικό. -
6 восполнить
-
7 заполнить
ρ.σ.μ.1. γεμίζω•заполнить котла γεμίζω το λέβητα•
зрители -ли зал οι θεατές γέμισαν την αίθουσα•
заполнить свое время работой χρησοιμοποιώ τον ελεύθερο χρόνο με εργασία.
2. συμπληρώνω (ερωτηματολόγιο, σελίδα κ.τ.τ.).εκφρ.заполнить пробел – συμπληρώνω τα κενά.γεμίζω, πληρούμαι. -
8 пещеристый
επ., βρ: -рист, -а, -оτρυπητός, διάτρητος φέρων κενά•-ая ткань τρυπητό ύφασμα.
-
9 пробел
-а α.1. κενό (κειμένου).(τυπγρ.) διάστημα.2. κενό, χάσμα•пробел в образовании κενό στη μόρφωση•
пополнить -ы συμπληρώνω τα κενά.
-
10 пустота
-ы θ.1. το κενό, κενότητα, ανυπαρξία.2. το ουράνιο διάστημα.3. μτφ. έλλειψη, ανυπαρξία.4. (τεχ.) το κενό•-ты в чугунном лить τα κενά στο χυτοσίδερο.
-
11 разойтись
разойдусь, разойдёшься, παρλθ. χρ. разошлся-шлась, -щлось, μτχ. παρλθ. χρ. разошедшийся,επιρ. μτχ. разойдясь κ. παλ. разошедшись ρ.σ.1. φεύγω (προς διάφορες κατευθύνσεις)•гости -лись οι φιλοξενούμενοι έφυγαν (ο καθένας για τον προορ ισμό του).
2. σκορπίζω, -ομαι,• διαλύομαι•тучи -лись τα σύννεφα σκόρπισαν•
толпа -лась το πλήθος διαλύθηκε.
|| ρευστοποιούμαι, λιώνω•сахар -елся в чае η ζάχαρη έλιωσε στο τσάι.
|| χάνομαι, εξαφανίζομαι•морщины -лись οι ρυτίδες χάθηκαν.
3. (απο) χωρίζομαι. || αναμερώ, κάνω μέρος να περάσει.4. χωρίζω•он -елся со своим отцом αυτός χώρισε από τον πατέρα του•
она -лась со своим мужем αυτή χώρησε με τον άντρα της.
|| διαφωνώ, ετερο-γνωμώ, ετεροφρονώ, διίσταμαι.5. χωρίζομαι•дорога -лась ο δρόμος διχάστηκε.
|| αποκλίνω•мнения -лись οι γνώμες διχάστηκαν.
6. αποσπώμαι, αποσυνδέομαι, ανοίγομαι, παρουσιάζω κενά, χάσματα.7. γίνομαι ανάρπαστος, πουλιέμαι τάχιστα. || (για χρήματα) ξοδεύομαι, δαπανώμαι,8. διαδίδομαι (για ειδήσεις, φήμες κ.τ.τ.).9. αναπτύσσω μεγάλη ταχύτητα. || δυναμώνω•дождь -елся η βροχή δυνάμωσε.
10. μτφ. εξάπτομαι, παραπαίρνομαι, αψώνω, με πιάνουν τα μπουρίνια.
См. также в других словарях:
κενά — κενός empty neut nom/voc/acc pl κενά̱ , κενός empty fem nom/voc/acc dual κενά̱ , κενός empty fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κένα ή Κένε — (Qina). Πόλη (171.275κάτ. το 1996) της Αιγύπτου, πρωτεύουσα του ομώνυμου κυβερνείου (1.851 τ. χλμ., 2.441.420 κάτ. το 1996) στην Άνω Αίγυπτο. Είναι χτισμένη στην ανατολική όχθη του Νείλου, απέναντι από τη μικρή πόλη Ντεντέρα και ταυτίζεται με την … Dictionary of Greek
κέν' — κενά , κενός empty neut nom/voc/acc pl κενά̱ , κενός empty fem nom/voc/acc dual κενά̱ , κενός empty fem nom/voc sg (doric aeolic) κενέ , κενός empty masc voc sg κεναί , κενός empty fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενάς — κενά̱ς , κενός empty fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АНАГРАММАТИЗМ — [греч. ἀναγραμματισμός], один из основных видов композиции в поздневизант. певч. искусстве, означает перестановку «грамм» (τὰ γράμματα), т. е. слов, синтагм или целых стихов поэтического текста песнопения. Из за мелодической акцентировки и… … Православная энциклопедия
κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ACENA — Graece Α᾿κένα, antiquis Α῎καινα, Columellae Acna, recentioribus Acra, mensurae genus apud Heronem Agrimensorem, quod X. pedum Phileraeriorum is facit: ἡ δὲ Α᾿κένα εχει πόδας φιλεταιρίους ί ἠτοι δάκτυλους ρξ. Alter Hero Geodaetes, ei tribuit… … Hofmann J. Lexicon universale
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
σύγκλητος — Νομοθετικό και διοικητικό σώμα διάφορων πολιτειών και κυρίως η ρωμαϊκή γερουσία (senatus). Στην αρχαία Αθήνα Σ. λεγόταν, η έκτακτη σύνοδος της εκκλησίας του δήμου (σύγκλητος εκκλησία). Σ. λέγεται σήμερα το ανώτατο διοικητικό σώμα από καθηγητές… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek