κελάδημα
1κελάδημα — κελάδημα, το και κελάδισμα, το και κελάηδημα, το και κελάηδισμα, το, ατος το τραγούδι των πουλιών: Ακούγαμε το κελάδημα του αηδονιού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2κελάδημα — rushing sound neut nom/voc/acc sg …
3κελάδημα — και κελάηδημα και κελάιδισμα και κελάδισμα και κελάηδισμα και κελαηδητό, το (Α κελάδημα) [κελαδώ] νεοελλ. το τραγούδι τών πουλιών αρχ. ήχος, θόρυβος ορμητικός («ποταμῶν ζαθέων κελαδήματα», Αριστοφ.) …
4κελαδήμασι — κελάδημα rushing sound neut dat pl …
5κελαδήματα — κελάδημα rushing sound neut nom/voc/acc pl …
6κελαδήματι — κελάδημα rushing sound neut dat sg …
7κελαδήματος — κελάδημα rushing sound neut gen sg …
8καναρίνι — (Serinous canarius canarius). Στρουθιόμορφο σποροφάγο πτηνό της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενές των Καναρίων νήσων, των Αζορών και της Μαδέρας. Τα κ. εισήχθησαν στην Ισπανία το 1478, μετά την κατάκτηση των Κανάριων νήσων από τους Ισπανούς, οι… …
9καρδερίνα ή γαρδέλι — (Carduelis carduelis). Στρουθιόμορφο πτηνό της οικογένειας των σπιζιδών. Είναι διαδεδομένο στην Ευρώπη, Ν του 61ου παράλληλου, στη βόρεια Αφρική και στη δυτική Ασία. Μεταναστεύει προς το τέλος του φθινοπώρου από τις βόρειες περιοχές σε ζώνες με… …
10ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… …