κελεΐς

  • 1κελεΐς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αξίνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. να πρόκειται για υποκορ. τής λ. κελεός] …

    Dictionary of Greek

  • 2колоть — колю, укр. колоти, ст. слав. колѭ, клати σφάττειν (Супр.), болг. коля, сербохорв. кла̏ти, ко̀ље̑м, словен. klati, koljem, чеш. klati, koli – 1 л. ед. ч., kůleš – 2 л. ед. ч., слвц. klаt᾽, польск. kɫoc, kɫuc, в. луж. kɫoc, н. луж. kɫojs. Праслав …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 3δίκελλα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 288 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλεξανδρουπόλεως του νομού Έβρου. Βρίσκεται κοντά στη νοτιοδυτική ακτή του νομού, 19 χλμ. Δ της πόλης της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλεξανδρουπόλεως. * * * και… …

    Dictionary of Greek

  • 4κελεός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους πρώτους τέσσερις βασιλιάδες της Ελευσίνας. Φιλοξένησε στα ανάκτορά του τη Δήμητρα, η οποία του δίδαξε τα μυστήρια της λατρείας της και του έδωσε, για πρώτη φορά, το αξίωμα του ιερέα. 2. Ήρωας της… …

    Dictionary of Greek

  • 5kel-3, kelǝ-, klā- extended klād- —     kel 3, kelǝ , klā extended klād     English meaning: to hit, cut down     Deutsche Übersetzung: ‘schlagen, hauen”     Note: separation from kel “prick” and from skel “cut, clip” is barely durchfũhrbar; beachte esp. Slav. *kólti “prick” =… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary