κελεός

  • 21Келей (значения) — Келей: Келей (греч. Κελεός) в древнегреческой мифологии царь Элевсина Келей река на Алтае в России Келей село, Усть Канский район Республики Алтай …

    Википедия

  • 22κελεΐς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αξίνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. να πρόκειται για υποκορ. τής λ. κελεός] …

    Dictionary of Greek

  • 23κελοί — κελοί, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) τα ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τις λ. κελέοντες και κελεός] …

    Dictionary of Greek

  • 24κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… …

    Dictionary of Greek

  • 25κολιός — (I) ο (Α κολιός) νεοελλ. ζωολ. γένος κολιόμορφων πτηνών τής οικογένειας coliidae αρχ. είδος δρυοκολάπτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κελεός «πράσινος δρυοκολάπτης»]. (II) ο 1. το ψάρι σκόμβρος ο κολίας 2. παροιμ. α) «κάθε πράμα στον καιρό του κι… …

    Dictionary of Greek

  • 26κόλος — κόλος, ον (Α) 1. κολοβός, βραχύς, κοντός («πῆλ αὐτως ἐν χειρὶ κόλον δόρυ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει κοντά κέρατα ή αυτός που τα κέρατά του είναι κομμένα 3. φρ. «κόλος μάχη» ονομασία τού Θ τής Ιλιάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη… …

    Dictionary of Greek

  • 27ξυλοκόπος — (xylocopa). Υμενόπτερο έντομο της οικογένειας των απιδών. Πρόκειται για διάφορες μέλισσες που ακολουθούν μοναχικό τρόπο ζωής. Μοιάζουν με μεγάλες σφήκες και έχουν φτερά σταχτιά με θαλασσιές ανταύγειες, κεφάλι παχύ και φαρδύ και σώμα σκεπασμένο με …

    Dictionary of Greek

  • 28σκάλλω — ΜΑ σκάβω («σκαλλομένης τῆς περικειμένης γῆς», Γεωπ.) αρχ. μτφ. α) αναζητώ, ερευνώ («νυκτὸς μετὰ καρδίας μου ἠδολέσχουν, καὶ ἔσκαλλον τὸ πνεῡμά μου», ΠΔ) β) ενοχλώ ή ταράζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σκάλλω (< *σκαλ jω) ανάγεται στη συνεσταλμένη… …

    Dictionary of Greek

  • 29Κελεῶν — Κελέη fem gen pl Κελέης masc gen pl (doric) Κελεός green woodpecker masc gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 30kel-3, kelǝ-, klā- extended klād- —     kel 3, kelǝ , klā extended klād     English meaning: to hit, cut down     Deutsche Übersetzung: ‘schlagen, hauen”     Note: separation from kel “prick” and from skel “cut, clip” is barely durchfũhrbar; beachte esp. Slav. *kólti “prick” =… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary