κελαινώπας
1κελαινώπας — κελαινώπας, ὁ, θηλ. κελαινῶπις (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινή όψη 2. μτφ. φοβερός, άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ώπας / ῶπις (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. ασκαλ ώπας / γλαυκ ῶπις] …
2κελαινῶπα — κελαινώπας black faced masc voc sg (doric) κελαινώπας black faced masc nom sg (epic doric) κελαινώψ swarthy masc/fem acc sg …
3κελαινῶπιν — κελαινώπας black faced fem acc sg …
4κελαινῶπις — κελαινώπας black faced fem nom sg …
5ασκαλώπακας — ο (Α ἀσκαλώπας) σκολόπαξ ο αγροδίαιτος, μπεκάτσα, ξυλόκοτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ασκαλώπας, που απαντά στον Αριστοτέλη, θα πρέπει να αποτελεί διαλεκτική λ. (υπόθεση στην οποία οδηγεί το κατά πάσα πιθανότητα μακρό, ληκτικό ᾱ), προέρχεται δε από α… …
6κελαινωπός — κελαινωπός, ή, όν (Α) κελαινώπας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ωπός (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. φαιδρ ωπός] …
7κελαινός — κελαινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, μαύρος (α. «κελαινὴ νύξ», Ομ. Ιλ. β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῑνα») 2. αυτός που δεν τόν φωτίζει ο ήλιος, σκοτεινός 3. μτφ. (για πάθος) δυσάρεστος, δριμύς («κελαινὴ δίψα», Λυκόφρ.) 5.… …
8κελαινώψ — κελαινώψ, ὁ, ἡ (Α) κελαινώπας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ώψ (< ὤψ, ὠπός: «όψη»), πρβλ. τυφλ ώψ, φοβερ ώψ] …
9κελαινώπαν — κελαινώπᾱν , κελαινώπας black faced masc acc sg (epic doric aeolic) …