κεκορεσμένως
1κεκορεσμένως — (Α) τελείως, πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκορεσμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κορέννυμι «χορταίνω, ικανοποιώ»] …
2κεκορεσμένως — to satiety indeclform (adverb) κορέννυμι satiate perf part mp masc acc pl (doric) …
1κεκορεσμένως — (Α) τελείως, πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκορεσμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κορέννυμι «χορταίνω, ικανοποιώ»] …
2κεκορεσμένως — to satiety indeclform (adverb) κορέννυμι satiate perf part mp masc acc pl (doric) …