κεκολασμένως
1κεκολασμένως — (Α) επίρρ. κόσμια, με μετριοφροσύνη, με σώφρονα τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκολασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κολάζω] …
2κεκολασμένως — modestly indeclform (adverb) κολάζω check perf part mp masc acc pl (doric) …
1κεκολασμένως — (Α) επίρρ. κόσμια, με μετριοφροσύνη, με σώφρονα τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκολασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κολάζω] …
2κεκολασμένως — modestly indeclform (adverb) κολάζω check perf part mp masc acc pl (doric) …