κεδάννυμι
21ἐκέδασσαν — κεδάννυμι break up aor ind act 3rd pl (epic) …
22ἐκέδασσας — κεδάννυμι break up aor ind act 2nd sg (epic) …
23ἐκέδασσε — κεδάννυμι break up aor ind act 3rd sg (epic) …
24ἐκέδασσεν — κεδάννυμι break up aor ind act 3rd sg (epic) …
25κέδμα — κέδμα, τὸ (Α) (αμφβλ. ερμ.) στον πληθ. τὰ κέδματα α) κιρσοί β) κατά πλάτος διαστολή τής κοίλης φλέβας, ανεύρυσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με (σ)κεδάννυμι δεν φαίνεται πιθανή, γιατί δεν συμφωνεί ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά.… …
26κεδαίω — (Α) (επικ. τ.) βλ. κεδάννυμι …
27σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… …
28κεδάσσας — κεδάσσᾱς , κεδάννυμι break up aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
29προσκεδαννυμένῳ — πρό σκεδάννυμι scatter pres part mp masc/neut dat sg πρόσ κεδάννυμι break up pres part mp masc/neut dat sg …
30ἐξεκέδασσε — ἐκ κεδάννυμι break up aor ind act 3rd sg (epic) …