κεδρίτης
1κεδρίτης — κεδρίτης, ὁ (Α) [κέδρος] φρ. «κεδρίτης οἶνος» κρασί παρασκευασμένο με ρητίνη ή έλαιο κεδρελάτης …
2κεδρίτης — flavoured with masc nom sg …
3κεδρίτῃ — κεδρίτης flavoured with masc dat sg (attic epic ionic) …
4κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… …