κεδμᾰτώδης
1κεδματώδης — κεδματώδης, ῶδες (Α) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που μοιάζει με τα κέδματα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδμα, ατος + επίθημα ώδης*] …
1κεδματώδης — κεδματώδης, ῶδες (Α) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που μοιάζει με τα κέδματα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδμα, ατος + επίθημα ώδης*] …