κεγχρώδης
1κεγχρώδης — millet like masc/fem acc pl (attic epic doric) κεγχρώδης millet like masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κεγχρώδης millet like masc/fem nom sg …
2κεγχρώδης — κεγχρώδης, ῶδες (Α) 1. αυτός που μοιάζει με κεχρί 2. φρ. «κεγχρώδης σαρξ» σπειρωτή σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + επίθημα ώδης*] …
3κεγχρώδη — κεγχρώδης millet like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κεγχρώδης millet like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κεγχρώδης millet like masc/fem acc sg (attic epic doric) …
4κεγχρῶδες — κεγχρώδης millet like masc/fem voc sg κεγχρώδης millet like neut nom/voc/acc sg …
5κεγχρώδεα — κεγχρώδης millet like neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κεγχρώδης millet like masc/fem acc sg (epic ionic) …
6κεγχρώδεις — κεγχρώδης millet like masc/fem acc pl κεγχρώδης millet like masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
7κεγχρώδεσιν — κεγχρώδης millet like masc/fem/neut dat pl …
8κέγχρος — ο (ΑΜ κέγχρος) 1. γένος φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί 2. ο καρπός τού φυτού αρχ. 1. καθετί που μοιάζει με κεχρί 2. μικρός κόκκος 3. φλόγωση τού ματιού 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* 5. είδος μικρού διαμαντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης… …