κείω
21κείωμεν — καίω kindle aor subj act 1st pl κείω to lie down pres subj act 1st pl κείω 1 to lie down pres subj act 1st pl (epic) κείω 2 cleave pres subj act 1st pl (epic) …
22μετακειόμενοι — μετά ἀκέομαι heal pres part mp masc nom/voc pl μετά κείω to lie down pres part mp masc nom/voc pl μετά κείω 1 to lie down pres part mp masc nom/voc pl (epic) μετά κείω 2 cleave pres part mp masc nom/voc pl (epic) μετά κεῖμαι Aër. fut part mid… …
23коса — I коса I. (напр., волос), укр. коса, цслав. коса, болг. коса волосы , сербохорв. ко̀са, вин. ко̏су, др. чеш. kоsа, слвц., польск. kosa коса . Родственно лит. kasà коса (волосы) , др. исл. haddr (прагерм. *hazda ) волосы на голове у женщины , ср …
24κέω — (Α) βλ. κείω …
25κατακείω — (Α) αναπαύομαι, κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κείω «επιθυμώ να ξαπλώσω», εφετικό τού κείμαι] …
26κεάζω — (Α) 1. σπάζω, σχίζω 2. (για κεραυνό) συντρίβω 3. χτυπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < θ. κεα (πρβλ. αόρ. κεά σσαι, ευ κέα στος, αλλά και κείω) < *κεσα < ΙΕ ρίζα *kes «κόβω» (πρβλ. αρχ. ινδ. śas [a]ti, śasisyati «κόβω», λατ. castrare «κλαδεύω»). Κατ… …
27κώμη — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. 2. Ημιορεινός οικισμός… …
28κηρυκείῳ — κηρῡκείῳ , κηρύκειον herald s wand neut dat sg κηρύκειος of a herald masc/fem/neut dat sg …