κείται
1κεῖται — κέω to lie down pres ind mp 3rd sg (attic epic) κεῖμαι Aër. pres ind mp 3rd sg …
2Ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. — ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. См. Беда беду родит …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
3Θεῶν ἐν γούνασι κεῖται. — См. На лоне …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4Κειτούκειτος — Κειτούκειτος, ὁ (Α) κωμικό όνομα τού γραμματικού Ουλπιανού, ο οποίος συνήθιζε να μην τρώγει κανένα φαγητό αν δεν ρωτούσε «κεῑται ἤ οὐ κεῑται;» Αθήν.. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κεῖται ἤοὐ κεῖται;] …
5Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα …
6Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …
7Liste griechischer Phrasen/Theta — Theta Inhaltsverzeichnis …
8Weißer Rabe — Theta Inhaltsverzeichnis 1 Θάλασσα ὕδωρ καθαρώτατον καὶ μιαρώτατον …
9κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …
10τιπούκειτος — (από το τί, πού κείται, δηλ. πού βρίσκεται ή πού υπάρχει ένα βιβλίο, ένα κεφάλαιο ή ένας τίτλος βιβλίου). Τίτλος έργου Βυζαντινού νομικού του 11ου αι., που έχει υπομνηματίσει τη συλλογή βυζαντινών νόμων του 10ου αι. Βασιλικά. Το έργο περιλαμβάνει …