κείν
1Κέιν, Μάικλ — (Michael Caine, Αγγλία 1933 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού Μορίς Τζόζεφ Μαϊκλγουάιτ (Maurice Joseph Micklewhite). Ο Κ. άλλαξε το επίθετό του όταν είδε το κλασικό φιλμ Ανταρσία του Κέιν, το 1954. Ταλαντούχος, με χαρακτηριστική… …
2'κεῖν' — ἐκεῖνα , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc pl ἐκεῖνο , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc sg ἐκεῖνε , ἐκεῖνος the person there masc voc sg ἐκεῖναι , ἐκεῖνος the person there fem nom/voc pl …
3κειν' — κεινά , κεινός neut nom/voc/acc pl κεινά̱ , κεινός fem nom/voc/acc dual κεινά̱ , κεινός fem nom/voc sg (doric aeolic) κεινέ , κεινός masc voc sg κειναί , κεινός fem nom/voc pl κεινά , κενός empty neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κεινά̱ , κενός… …
4κεἰν — εἰν , ἐν in proclitic poetic indeclform (prep) …
5κεῖν — κέω to lie down pres inf act (attic epic doric) …
6κεῖν' — κεῖνα , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc pl κεῖνο , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc sg κεῖνε , ἐκεῖνος the person there masc voc sg κεῖναι , ἐκεῖνος the person there fem nom/voc pl κεῖνα , κεῖνος the person there neut… …
7κείν' — κείνᾱͅ , ἐκεῖνος the person there fem dat sg (doric aeolic) κείνᾱͅ , κεῖνος the person there fem dat sg (doric aeolic) …
8Κέιν, Ελάισα Κεντ — (Elisha Kent Kane, 1820 – 1857). Αμερικανός εξερευνητής. Συμμετείχε στην εκστρατεία του Μεξικού και το 1850 52 συνόδευσε τον Γκρίνελ ως γιατρός στα ταξίδια του στους πόλους. Το 1853 πραγματοποίησε μια εξερευνητική αποστολή στη Γροιλανδία, την… …
9Κέιν, Τόμας Χένρι Χολ — (SirThomas Henry Hall Caine, 1853 – 1931).Άγγλος μυθιστοριογράφος. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Λονδίνο και ήταν φίλος του ποιητή και ζωγράφου Ροσέτι. Τα έργα του, που χαρακτηρίζονται για την περιγραφική τους αδρότητα και την… …
10Ἥνικα Πυθαγόρης τὸ περικλεὲς εὕρατο γράμμα κεῖν’, ἐφ’ ὅτῳ κλείνην ἤγαγε βουθυσίην. — (παλαιὸς λόγος). См. Гекатомба …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)