1κεάσματα — κεάσματα, τὰ (Α) τεμάχια, κομμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κεασ (πρβλ. κέασ α, αόρ. τού κεάζω «σπάζω, σχίζω») + επίθημα μα (πρβλ. πλησίασ μα, σχεδίασ μα)] …
Dictionary of Greek
2κεάσματα — carpenter s axe neut nom/voc/acc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)