καῦσος
1καῦσος — causus masc nom sg …
2καύσος — Επώδυνη αίσθηση καψίματος στο στήθος, ακριβώς κάτω από το στέρνο. Συνήθως παρουσιάζεται ύστερα από κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας φαγητού, τροφών με καρυκεύματα ή αλκοολούχων ποτών. Οφείλεται στον ερεθισμό του οισοφάγου λόγω αναγωγής του… …
3καῦσοι — καῦσος causus masc nom/voc pl …
4καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …
5καύσωνας — ο (ΑΜ καύσων, ωνος, Μ και καύσωνας) [καύσος] υπερβολική θερμότητα τής ατμόσφαιρας, ανυπόφορη ζέστη, κάψα, λάβρα, λιοπύρι (α. «πέθαναν πολλά άτομα από τον καύσωνα» β. «ὁ καύσων ἦλθεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῡ, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν κλίνην», ΠΔ) μσν. μτφ …
6καύσω — καίω kindle aor subj act 1st sg καίω kindle fut ind act 1st sg καίω kindle aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) καύ̱σω , καῦσος causus masc nom/voc/acc dual καύ̱σω , καῦσος causus masc gen sg (doric aeolic) καυσόω heat pres imperat act 2nd sg… …
7causón — ► sustantivo masculino MEDICINA Fiebre intensa y de corta duración que no tiene consecuencias. * * * causón (del lat. «causon, ōnis», del gr. «kaûsos», ardor) m. *Fiebre fuerte, pasajera y sin consecuencias. * * * causón. (Del lat. causon, ōnis,… …
8καυσία — καυσία, ἡ (Α) [καύσος] ελαφρό, λευκό, πλατύγυρο κάλυμμα τού κεφαλιού που φορούσαν οι Μακεδόνες για προφύλαξη από τον ήλιο («κρηπῑσι καὶ χλαμύδι καὶ καυσίᾳ διαδηματοφόρῳ κεκοσμημένον», Πλούτ.) …
9καυσώ — καυσῶ, όω (Α) [καύσος] 1. θερμαίνω 2. παθ. καυσοῡμαι, όομαι α) καίγομαι με πολύ μεγάλη θερμότητα («στοιχεῑα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ) β) υποφέρω από τον διαλείποντα πυρετό καύσο* …
10καυσώδης — καυσώδης, ῶδες (ΑΜ) [καύσος] αυτός που επιφέρει καύσο, θερμότητα, πολύ ζεστός, καυματώδης («σκληρά καὶ καυσώδεα ὕδατα», Ιπποκρ.) αρχ. 1. αυτός που υποφέρει από καύσωνα, ξερός («καυσώδης καὶ ξηρὰ γῆ», Θεόφρ.) 2. αστρολ. (για τα ζώδια) αυτός που… …
- 1
- 2