καῦκον
1καύκον — καῡκον, τὸ (Α) η καυκαλίδα …
2καῦκον — neut nom/voc/acc sg καῦκος cup masc acc sg …
3καῦκα — καῦκον neut nom/voc/acc pl …
4καύκων — καῦκον neut gen pl καῦκος cup masc gen pl …
5CAUCA et CAUCUS — recentioribus Latinis idem, qui veteribus cyathus, patera nempe, unde bibitur. Ael. Spartian. in Pescenmo Nigro, c. 10. Hic tantae erat severitatis, ut quum milites quosdam in cauco argenteo expeditionis tempore bibere vidisset, iusserit omne… …
6δαύκος — ο (AM δαῡκος) 1. γένος σκιαδανθών με κυριότερο είδος το καρότο, ο δαύκος το καρωτόν 2. ο υπόγειος βλαστός τού φυτού, το καρότο αρχ. 1. φαρμακευτικό φυτό τής Κρήτης, δαυκί 2. το άγριο καρότο, ο σταφυλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φυτό το οποίο… …
7περιγελαστικά τραγούδια — Κατηγορία ελληνικών δημοτικών τραγουδιών με τα οποία σατιρίζονται πρόσωπα και ιδέες. Αφορμή σε αυτό δίνουν διάφορες πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις, γιορταστικές εκδηλώσεις με κάποιον ελευθέριο χαρακτήρα, όπως οι απόκριες, κλπ. Τη μουσική… …