καύχημα
1καύχημα — καύχημα, το και καύκημα, το, ατος εκείνο για το οποίο καυχάται κανένας, δόξα, καμάρι: Η πρόοδος του παιδιού μου είναι το καύχημά μου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2καύχημα — a boast neut nom/voc/acc sg …
3καύχημα — και καύκημα, το (ΑΜ καύχημα, Α δωρ. τ. καύχαμα) [καυχώμαι] 1. το αντικείμενο τής καύχησης, αυτό για το οποίο καυχιέται κάποιος, καμάρι (α. «ώ γνήσια τής Ελλάδος τέκνα... καύχημα νέον», Κάλβ. β. «καύχημα ὑμῶν ἐσμεν καθάπερ καὶ ὑμεῑς ἡμῶν», ΚΔ) 2.… …
4καυχημάτων — καύχημα a boast neut gen pl …
5καυχήμασι — καύχημα a boast neut dat pl …
6καυχήμασιν — καύχημα a boast neut dat pl …
7καυχήματα — καύχημα a boast neut nom/voc/acc pl …
8καυχήματι — καύχημα a boast neut dat sg …
9καυχήματος — καύχημα a boast neut gen sg …
10καύχαμα — καύχημα a boast neut nom/voc/acc sg …