καύσων
1καύσων' — καύσωνα , καύσων burning heat masc acc sg καύσωνι , καύσων burning heat masc dat sg καύσωνε , καύσων burning heat masc nom/voc/acc dual …
2καύσων — καίω kindle fut part act masc nom sg καύσων burning heat masc nom/voc sg καύ̱σων , καῦσος causus masc gen pl καυσόω heat imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καυσόω heat imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
3καύσωνα — καύσων burning heat masc acc sg …
4καύσωνας — καύσων burning heat masc acc pl …
5καύσωνες — καύσων burning heat masc nom/voc pl …
6καύσωνι — καύσων burning heat masc dat sg …
7καύσωνος — καύσων burning heat masc gen sg …
8καύσωνας — ο (ΑΜ καύσων, ωνος, Μ και καύσωνας) [καύσος] υπερβολική θερμότητα τής ατμόσφαιρας, ανυπόφορη ζέστη, κάψα, λάβρα, λιοπύρι (α. «πέθαναν πολλά άτομα από τον καύσωνα» β. «ὁ καύσων ἦλθεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῡ, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν κλίνην», ΠΔ) μσν. μτφ …
9κάψωνας — και κάψιωνας, ο (ΑΜ καύσων) 1. καύσωνας 2. ερωτικός πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύσων (πρβλ. κάψω < καύ σω)] …
10κάψωνα — η ερωτική επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύσων (πρβλ. κάψω μέλλ. του καίω)] …
- 1
- 2