καὶ ὁμολογία

  • 81Όουεν, Ρίτσαρντ — (Richard Owen, Λάνκαστερ 1804 – Λονδίνο 1892). Άγγλος ζωολόγος, ανατόμος και παλαιοντολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στο Βασιλικό Κολλέγιο Χειρούργων και στο διάστημα 1856 1883 εργάστηκε στο Βρετανικό Μουσείο. Μελέτησε κυρίως απολιθώματα από… …

    Dictionary of Greek

  • 82Πέτρος, Μογίλας — Μητροπολίτης Κιέβου. Έζησε τον 17o αι. Καταγόταν από παλιά μολδαβική οικογένεια και ήταν ένας από τους πιο μορφωμένους άνδρες της εποχής του. Μοναχός αρχικά, χειροτονήθηκε εξαιτίας των πνευματικών του χαρισμάτων, σε σύντομο χρονικό διάστημα,… …

    Dictionary of Greek

  • 83Griechische Kirche — (Griechisch. Katholische Kirche, Morgenländische od. Orientalische Kirche), der Theil der Christenheit, welcher bei den, im ehemaligen Griechischen Kaiserthum erhaltenen, seit dem 5. Jahrh. eigenthümlich modificirten Dogmen, Gebräuchen u.… …

    Pierer's Universal-Lexikon

  • 84σειραϊκός — ή, ό, Ν 1. μουσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σειρά ή στον σειραϊσμό («σειραϊκός συνθέτης») 2. φρ. α) «σειραϊκή μουσική» μουσ. μέθοδος ή τεχνική μουσικής σύνθεσης, κατά την οποία ένα πρότυπο επαναλαμβάνεται συνεχώς σε ένα μεγάλο μέρος τού… …

    Dictionary of Greek

  • 85συγγνώμη — η, ΝΜΑ, και συγνώμη Ν, και αττ. τ. ξυγγνώμη Α [συγγιγνώσκω] άφεση, χάρη αδικήματος ή παραπτώματος, συγχώρηση νεοελλ. 1. (αστ. δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από παράπτωμα αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας,… …

    Dictionary of Greek

  • 86Βαπτιστές — (Baptists). Οπαδοί θρησκευτικών (χριστιανικών) αιρέσεων, των οποίων η προέλευση μπορεί να τοποθετηθεί στην Αγγλία της εποχής του Ερρίκου Η’ (1509 47) ή της Ελισάβετ Α’ (1558 1603). Οι Β. δεν θεωρούν υποχρεωτική καμιά δογματική διδασκαλία ή κοινή… …

    Dictionary of Greek

  • 87Πετατσόνι, Ραφαέλε — (Pettazzoni, Σαν Τζοβάνι ιν Περσιτσέτο, Μπολόνια, 1883 – Ρώμη, 1959). Ιταλός ιστορικός των θρησκειών. Εισήγαγε και επέβαλε την επιστημονική μελέτη στην ιστορία των θρησκειών και διετέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια της Μπολόνια και της Ρώμης. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 88επίσχεση — η (Α ἐπίσχεσις) [επέχω] 1. παρεμπόδιση, σταμάτημα, συγκράτηση («ἐπίσχεσις γενέσεώς ἐστι», Πλάτ.) 2. ιατρ. έλλειψη ή κατάπαυση φυσιολογικής ρύσεως («επίσχεση τών ούρων») νεοελλ. 1. (νομ.) α) η συνέχιση τής φυλακίσεως τού οφειλέτη και μετά την… …

    Dictionary of Greek

  • 89Γαβράς, Κώστας — (Αθήνα 1933 –). Σκηνοθέτης του γαλλικού κινηματογράφου. Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης και κινηματογράφο στη Σχολή Κινηματογράφου στο Παρίσι. Με την υποστήριξη του Ιβ Αλεγκρέ, της Σιμόν Σινιορέ και του Ιβ Μοντάν γύρισε την πρώτη …

    Dictionary of Greek

  • 90Каирис, Теофилос — Теофилос Каирис Теофилос Каирис (греч. Θεόφιλος Καΐρης, 19 октября …

    Википедия