καὶ ὁμολογία

  • 71Τριδέντου, σύνοδος του- — Σύνοδος της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που συγκλήθηκε το 1545 και τελείωσε τις εργασίες της το 1563, μετά από δύο μεγάλες διακοπές. Οι εργασίες της σ. του Τ. άρχισαν επί πάπα Παύλου Γ’, διαιρούνται δε σε 3 περιόδους. Η πρώτη (1545 47),… …

    Dictionary of Greek

  • 72Μενονίτες — (Mennonites). Προτεσταντική αίρεση, που έχει σήμερα περίπου 250.000 οπαδούς, διασκορπισμένους στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Ολλανδία, στη Γερμανία, στην Πολωνία και στη Γαλλία. Οι μενονιτικές διδασκαλίες εμφανίστηκαν στη Ζυρίχη στις αρχές του 16ου… …

    Dictionary of Greek

  • 73τίτλος — ο, ΝΜΑ, και τίτυλος Μ, και τίτουλας ΜΑ, και τίτλος, ἡ, Α νεοελλ. μσν. λέξη ή σύντομο κείμενο που δηλώνει το περιεχόμενο ενός συγγράμματος, ενός θεατρικού έργου, ενός κεφαλαίου ή παραγράφου, επικεφαλίδα νεοελλ. 1. ονομασία επιχείρησης, ιδρύματος,… …

    Dictionary of Greek

  • 74τεκμήριο — Όρος που δηλώνει στη νομική γλώσσα τη λογική κρίση κατά την οποία ξεκινώντας από ένα γνωστό γεγονός, δεχόμαστε την ύπαρξη ενός άγνωστου γεγονότος. Τα τ. διακρίνονται σε νόμιμα και δικαστικά: στα πρώτα η λογική επαγωγή προκαθορίζεται από τον ίδιο… …

    Dictionary of Greek

  • 75Κυριακός, Πέτρος — (Αθήνα 1893 – 1984). Ηθοποιός και ποιητής. Ορφανός και αυτοδίδακτος, ξεκίνησε τη ζωή του ως υποδηματοποιός. Παράλληλα εργαζόταν ως ερασιτέχνης καραγκιοζοπαίκτης στο Μεταξουργείο. Εκεί τον γνώρισε ο καραγκιοζοπαίκτης Αντώνης Μόλλας και τον… …

    Dictionary of Greek

  • 76Samischer Krieg — Südlich von Ephesos: Samos, Priene, Milet Der Samische Krieg wurde 441–439 v. Chr., am Ende der Pentekontaetie, zwischen Athen und Samos geführt und fand somit einige Jahre vor Beginn des Peloponnesischen Kriegs im Jahr 431 v. Chr. statt. Er ist… …

    Deutsch Wikipedia

  • 77Ευαγγελική Ένωση — I (Evangelical Alliance). Εταιρεία που ιδρύθηκε στο Λονδίνο στα μέσα του 19ου αι., από προτεστάντες διάφορων θρησκευτικών προελεύσεων. Η βασική διδασκαλία της αποτελείται από εννέα σημεία, δύο από τα οποία (το δεύτερο αναγγέλλει το δικαίωμα και… …

    Dictionary of Greek

  • 78Μαμελούκοι — (από το αραβικό μαμλούκ = δούλος). Ονομασία στρατιωτικής κάστας αποτελούμενης από δούλους, σωματοφυλακής των σουλτάνων της Αιγύπτου αρχικά (9ος αι.), και της δυναστείας την οποία δημιούργησαν αποκτώντας αργότερα την εξουσία (12ος 19ος αι.). Η… …

    Dictionary of Greek

  • 79Γουίλιαμς, Ρόμπιν — (Robin Williams, Σικάγο 1952 –). Αμερικανός ηθοποιός. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Καλιφόρνια, αλλά το ταλέντο του τον έστρεψε στην υποκριτική. Υπερκινητικός, μίμος, ετοιμόλογος και διασκεδαστής, έγινε ο αγαπημένος ηθοποιός μικρών και… …

    Dictionary of Greek

  • 80Μουρ, Ρότζερ — (Roger Moore, Λονδίνο 1927 –). Άγγλος ηθοποιός. Σπούδασε στο RADA του Λονδίνου και στο πέρασμα των χρόνων έγινε ένας από τους πιο περιζήτητους πρωταγωνιστές της μεγάλης και της μικρής οθόνης. Ψηλός, αρρενωπός και με χαρακτηριστική ειρωνεία στο… …

    Dictionary of Greek