καὶ ὁμολογία

  • 61Μπεκαρία, Τσεζάρε — (Cesare Beccaria, Μιλάνο 1738 – 1794). Ιταλός νομικός και οικονομολόγος. Η επαφή με τα έργα του διαφωτισμού επηρέασε σημαντικά την πνευματική διαμόρφωσή του, ευνοώντας τη φιλία του με τους αδελφούς Πιέτρο και Αλεσάντρο Βέρι, στο σπίτι των οποίων …

    Dictionary of Greek

  • 62ερμαί — Λίθινες στήλες με ανδρική προτομή, στη μέση των οποίων υπάρχει ανδρικό αιδοίο. Η ονομασία τους προέρχεται από τη θεότητα που αρχικά παρίστανε κατά κανόνα, δηλαδή τον Ερμή. Η σημασία των αγαλμάτων αυτών, για τα οποία οι γραπτές πηγές μάς δίνουν… …

    Dictionary of Greek

  • 63Βιτάλιος — I (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Αντιοχείας. Οπαδός του Απολλινάριου, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην Αντιόχεια και γι’ αυτό χειροτονήθηκε ιερέας. Το 375 πήγε στη Ρώμη και επέδωσε στον επίσκοπο Ρώμης Δάμασο ομολογία πίστης, η οποία, αν και περιείχε …

    Dictionary of Greek

  • 64Γουέστμινστερ — (Westminster). Περιοχή του Λονδίνου. Ορίζεται ανατολικά από το κέντρο του Λονδίνου, δυτικά από τις συνοικίες Τσέλσι και Κένσινγκτον και νότια από τον ποταμό Τάμεση. Είναι το πλουσιότερο και το μεγαλοπρεπέστερο κέντρο του Λονδίνου, στο οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 65Ευαγγελική Εκκλησία — Προτεσταντική ομολογία την οποία ίδρυσε, αρχικά με την ονομασία Ευαγγελική Εταιρεία, ο Αμερικανός μεθοδιστής Ιάκωβος Άλμπρεχτ (1759 1808). Αργότερα, το 1922, μετονομάστηκε Ευαγγελική Εκκλησία. Η διδασκαλία της είναι κράμα μεθοδισμού και ηθικού… …

    Dictionary of Greek

  • 66Μπαλάνος, Δημήτριος — (Αθήνα 1877 – 1959). Θεολόγος, πανεπιστημιακός, ακαδημαϊκός και πολιτικός. Γόνος της ιστορικής ηπειρώτικης οικογένειας (βλ. λ. Μπαλάνος), ο Μ. σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία (1900 4). Υπηρέτησε ως… …

    Dictionary of Greek

  • 67ονομαστικός — ή, ό (ΑΜ ὀνομαστικός, ή, όν) [ονομαστός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα («ονομαστική εορτή») 2. το θηλ. ως ουσ. η ονομαστική γραμμ. η πρώτη και βασική πτώση τών κλιτών μερών τού λόγου η οποία λέγεται έτσι επειδή από αυτήν ονομάζονται… …

    Dictionary of Greek

  • 68προτεσταντισμός — Όρος που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στις καθολικές χώρες, για να υποδηλώσει το σύνολο δογμάτων και όλες τις θρησκευτικές πίστεις, οι οποίες κατά άμεσο ή έμμεσο τρόπο προέρχονται από το κίνημα διαμαρτυρίας (protestatio = διαμαρτυρία) κατά της… …

    Dictionary of Greek

  • 69Ανθρακίτης, Μεθόδιος — (Καμινιά Ζαγορίου 1660; – Ιωάννινα 1736).Διδάσκαλος του Γένους. Σπούδασε στα Ιωάννινα και στη Βενετία, όπου υπηρέτησε και ως εφημέριος του τοπικού ορθόδοξου ναού. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα (γύρω στο 1710), δίδαξε σε σχολές της Καστοριάς …

    Dictionary of Greek

  • 70Μητροφάνης Κριτόπουλος — (Βέροια 1589 – Βλαχία 1639). Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1636 39). Μετά στις εγκύκλιες σπουδές στην πατρίδα του επισκέφθηκε το Άγιο Όρος, όπου συνάντησε και κέρδισε την εκτίμηση του φιλοπρόοδου πατριάρχη Αλεξανδρείας Κύριλλου Λούκαρη. Το 1617 έφυγε… …

    Dictionary of Greek