καὶ ὁμολογία

  • 41όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …

    Dictionary of Greek

  • 42Δοσίθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αστρονόμος (β’ μισό 3ου αι. π.Χ.). Καταγόταν από το Πηλούσιο και έζησε στην Αλεξάνδρεια. Υπήρξε μαθητής του Κόνωνα και φίλος του Αρχιμήδη. Είναι γνωστές οι παρατηρήσεις του για τους απλανείς αστέρες και ένα έργο για …

    Dictionary of Greek

  • 43Έμντεν — I (Emden). Πόλη (52.200 κάτ. το 2003) της βορειοδυτικής Γερμανίας, στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας. Είναι χτισμένη στη βόρεια ακτή του κόλπου Ντόλαρτ, σε απόσταση 4 χλμ. από τις εκβολές του ποταμού Εμς, με τον οποίο συνδέεται με πλατιά διώρυγα,… …

    Dictionary of Greek

  • 44Ευσέβιος — I (; – 309; μ.Χ.). Πάπας της Ρώμης (309;) και άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, ελληνικής καταγωγής. Ο E., επειδή πολεμήθηκε από τον Ηράκλειο, ο οποίος διεκδικούσε τον θρόνο, εξορίστηκε από τον Μαξέντιο για να αποφύγει πιθανές ταραχές. Η μνήμη… …

    Dictionary of Greek

  • 45Μπρούνο, Τζορντάνο — (Giordano Bruno, Νόλα 1548 – Ρώμη 1600). Ιταλός φιλόσοφος. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Φιλίπο, αλλά έλαβε το όνομα Τζορντάνο όταν, σε ηλικία δέκα οχτώ ετών, μπήκε σε μοναστήρι Δομινικανών στη Νάπολη. Πνεύμα ανήσυχο, φύση ορμητική και μαχητική,… …

    Dictionary of Greek

  • 46Χορτάτζης ή Χορτάτσης — Όνομα βυζαντινής οικογένειας που είχε εγκατασταθεί στην Κρήτη. 1. Γεώργιος. Αρχηγός της μεγάλης Kρητικής επανάστασης εναντίον των Βενετών το 1271. Καταγόταν από αρχοντική οικογένεια της Κρήτης, που σύμφωνα με τις παραδόσεις είχε τις ρίζες της… …

    Dictionary of Greek

  • 47άρειος — I (Λιβύη περ. 260 μ.Χ. – 336 μ.Χ.). Θεολόγος και κληρικός, ιδρυτής της αίρεσης του αρειανισμού. Σπούδασε στην Αντιόχεια αρχικά, όπου υπήρξε μαθητής του Λουκιανού, και στη συνέχεια στη Σχολή της Αλεξάνδρειας. Στην Αλεξάνδρεια συνδέθηκε με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 48αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… …

    Dictionary of Greek

  • 49νεόφυτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1.Καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Μαρτύρησε με ξίφος επί Διοκλητιανού ή Δεκίου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου. 2. Μόνασε στο Βατοπέδι. Κατά την… …

    Dictionary of Greek

  • 50Καΐρης, Θεόφιλος — (Άνδρος 1784 – Σύρος 1853).Θεολόγος και φιλόσοφος, αγωνιστής του 1821 και Φιλικός, εισηγητής της θεοσέβειας. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στις σχολές των Κυδωνιών, της Πάτμου και της Χίου, ταξίδεψε στην Πίζα (1801) και στο Παρίσι, όπου σπούδασε …

    Dictionary of Greek