καὶ ὁμολογία

  • 101ελάχιστος — η, ο (AM ἐλάχιστος, η, ον) 1. πάρα πολύ λίγος ή πάρα πολύ μικρός 2. (για ανθρώπους) ο τελευταίος απ όλους, ο πιο ασήμαντος 3. (σε ευχές και προσευχές τής χριστιανικής εκκλησίας, ως ομολογία ταπεινότητας ενώπιον τού θεού) ο πιο ασήμαντος, ο πιο… …

    Dictionary of Greek

  • 102εξομολογητικός — ή, ό (AM ἐξομολογητικός, ή, όν) [εξομολογητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξομολόγηση νεοελλ. αυτός που περιέχει εξομολόγηση, αποκαλυπτικός αρχ. μσν. εκείνος που περιέχει ομολογία τής ευγνωμοσύνης και ευχαριστία προς τον ευεργέτη …

    Dictionary of Greek

  • 103ευγνώμων — ον (ΑΜ εὐγνώμων, ον) 1. αυτός που αναγνωρίζει κάποια χάρη ή προσφορά που τού έγινε και τιμά τον ευεργέτη του 2. εκείνος που ανταποδίδει ή αισθάνεται υποχρεωμένος να ανταποδώσει την ευεργεσία αρχ. μσν. 1. καλόγνωμος, διαλλακτικός 2. επιεικής,… …

    Dictionary of Greek

  • 104καθοριστικός — ή, ὁ (Α καθοριστικός, ή, όν) [καθορίζω] 1. αυτός που καθορίζει κάτι, προσδιοριστικός (α. «ο νόμος αυτός ήταν καθοριστικός για το μέλλον τής χώρας» β. «ὁμολογία καθοριστική», Κλήμ.) 2. μτφ. αποφασιστικός. επίρρ... καθοριστικώς και ά (Α… …

    Dictionary of Greek

  • 105κατάθεση — η (AM κατάθεσις) [κατατίθημι] νεοελλ. 1. απόθεση, απίθωμα («κατάθεση θεμελίου λίθου») 2. παράδοση χρημάτων σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό 3. το κατατεθειμένο ποσό 4. (λειτ.) πανηγυρική απόθεση ιερού λειψάνου ή ιερού αντικειμένου σε… …

    Dictionary of Greek

  • 106φασματικός — ή, ό / φασματικός, ή, όν, ΝΜ [φάσμα, ατος] φανταστικός, πλαστός, ψευδής νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φάσμα 2. φρ. α) «φασματική ανάλυση» φυσ. μέθοδος ποιοτικής και ποσοτικής ανάλυσης τής σύστασης τών ουσιών με βάση την μελέτη τών… …

    Dictionary of Greek

  • 107λαχειοφόρο δάνειο — Έκδοση ομολογιών δανείου σε συνδυασμό με λαχείο. Τα λ.δ. συνάπτονται σε εποχές και σε χώρες που η προθυμία του κοινού για εγγραφή στα δημόσια δάνεια δεν είναι μεγάλη. Έτσι, η παροχή λαχείου αποτελεί κίνητρο για την κάλυψη των δημόσιων δανείων. Βλ …

    Dictionary of Greek

  • 108μαιευτική — η 1. κλάδος της ιατρικής επιστήμης που ασχολείται με την εγκυμοσύνη και τους τοκετούς των γυναικών: Σπούδασε μαιευτική γιατί αγαπούσε πολύ τα μωρά. 2. (φιλοσ.), μέθοδος του Σωκράτη που με κατάλληλες ερωτήσεις ανάγκαζε τους συνομιλητές του να… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 109χρεόγραφο — το έγγραφο που δείχνει σύναψη χρέους και αντιπροσωπεύει χρηματική αξία (μετοχή, ομολογία κ.ά.) …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 110АДАМ ЗЕРНИКАВ — [нем. Zernikaw Черниговский] (1652, Кёнигсберг [Крулевец] 1692/93), правосл. богослов, апологет. Из семьи лютеран, в Крулевецкой академии слушал курс философии и богословия. Под влиянием книги иером. (впосл. Александрийского Патриарха) Митрофана… …

    Православная энциклопедия