καὶ ἡ αὖλαξ
1άλοξ — ἄλοξ ( οκος), η (Α) (ομηρικός τύπος σε αιτιατική ενικού που απαντά και σε πληθυντικό ὦλκα, ὦλκας από άχρηστη ονομαστική ὦλξ) 1. το αυλάκι που σχηματίζει το αλέτρι 2. τραύμα που προκαλείται από νυχιά, γρατζούνισμα 3. το αυλάκι που σχηματίζει στη… …
2ωλίγγη — και ὠλιγγία, ἡ, Α 1. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ἀκαριαῑον, ἐλάχιστον» 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) α) τάση για ύπνο, νύστα β) ρυτίδα τών βλεφάρων γ) «πνοὴ καὶ σκιὰ καὶ ἀκαρὲς πνεῡμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο οι ποικίλες σημ. τής λ. όσο …
3αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… …
4Κοζάνης, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.562 τ. χλμ., 155.324 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Πιερίας, Ημαθίας και Πέλλης, στα Ν με τους νομούς Λαρίσης και Γρεβενών, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών και Καστοριάς και στα Β με… …
5ολιγαύλαξ — ὀλιγαῡλαξ, ακος και ὀλιγόλαυξ και δωρ. τ. ὀλιγῶλαξ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που περιλαμβάνει μικρή μόνο έκταση καλλιεργήσιμης γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + αὖλαξ (πρβλ. πολυ αύλαξ)] …
6AEGYPTUS Turcis Elcuibet — Asiae regio (licet a Ptolemaeo in Africa discribatur) teste Mela l. 1. c. 9. in 2. partes dividitur. Una inferior, quae et Delta, ad occidentem Bechria, et ad ortum Errif, teste Io: Leone, dicitur. Altera Superior, vulgo Sahid, et olim Thebais… …
7τριαύλαξ — αύλακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τρεις αύλακες και τρεις προεξοχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + αὖλαξ, ακος (πρβλ. πολυ αῦλαξ)] …
8-αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… …
9αυλάκι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 135 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ινάχου. 2. Παράλιος ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 30μ.) της Νισύρου. Βρίσκεται στα νότια… …
10ευάροτος — εὐάροτος και εὐάροτρος, ον (Α) ο οργωμένος καλά ή αυτός που εύκολα μπορεί να καλλιεργηθεί («αὖλαξ εὐάροτος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άροτος (< αρώ «οργώνω»)] …
- 1
- 2