καὶ ἔκφρων

  • 1έκφρων — ον (AM ἔκφρων, ον) 1. έξω φρενών, εκτός εαυτού, παράφρων, έξαλλος 2. μωρός, ανόητος, ηλίθιος 3. (για ποιητές ή βακχίδες) αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση έξαλλου ενθουσιασμού ή εμπνεύσεως («ἔκφρων καὶ ὁ νοῡς μηκέτι ἐν αὐτῷ ἐνῇ», Πλάτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 2φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 3ξέφρενος — η, ο 1. αυτός που είναι έξω φρενών, που έχασε την ψυχραιμία του και το λογικό του, τρελός 2. αυτός που είναι έξω από τους φραγμούς που επιβάλλει η λογική, έξαλλος («ξέφρενο γλέντι») 3. (για ταχύτητα, δρόμο) φρενήρης, ιλιγγιώδης («ξέφρενη κούρσα») …

    Dictionary of Greek