καὶ ἐπ' ἄκρητον γάλα πίνων

  • 1επιπίνω — ἐπιπίνω (Α) 1. πίνω κατόπιν ή επί πλέον («ἐπιπίνοι δὲ μελίκρητον», Ιπποκρ.) 2. πίνω μετά το φαγητό («κρέ’ ἔδων καὶ ἐπ’ ἄκρητον γάλα πίνων», Ομ. Οδ.) 3. (απολ.) πίνω …

    Dictionary of Greek