καὶ ἄλλως

  • 51ARCADIA — I. ARCADIA Arcadii Imperatoris filia, infigni pietate. Sozom. l. 9. c. 1. et. 2. II. ARCADIA Peloponnesi regio intima, a mari undique remota, Poetis decantatissima, ab Arcade Iovis filio, sic appellata. Haec, ut Eustath. docet, aliquando dicta… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 52ευσυμπάθητος — εὐσυμπάθητος, ον (Μ) 1. αυτός που συμπάσχει ψυχικά με κάποιον ο οποίος υποφέρει 2. εκείνος που εκφράζει συμπόνια («εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών») 3. το ουδ. ως ουσ. τo εὐσυμπάθητον η ψυχική τάση για συμπόνοια, η διάθεση για συμπάθεια («πῶς ἂν… …

    Dictionary of Greek

  • 53περίνοια — ἡ, ΜΑ [περίνους] 1. σύλληψη με τον νου, κατανόηση («οὐ γὰρ οἶόν τε ἄλλως ἐν περινοίᾳ θεοῡ γενέσθαι», Γρηγ. Ναζ.) 2. επιδεικτική γνώση, δοκησισοφία («μόνην τε πόλιν διὰ τὰς περινοίας εὖ ποιῆσαι ἐκ τοῡ προφανοῡς μὴ ἐξαπατήσαντα ἀδύνατον», Θουκ.) 3 …

    Dictionary of Greek

  • 54προϋπάρχω — ΝΜΑ [ὑπάρχω] 1. υπάρχω εκ τών προτέρων (α. «ἡ τών σωμάτων αὔξησις ἐκ τῶν προϋπαρχόντων ἐστὶν», Αριστοτ. β. «πᾶσα μάθησις ἐκ προϋπαρχούσης γίνεται γνώσεως», Αριστοτ.) 2. υπάρχω, υφίσταμαι πριν από κάποιον ή από κάτι άλλο (α. «το αμάρτημα προϋπήρξε …

    Dictionary of Greek

  • 55ρέκτης — ῥέκτης, ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥέκτας Α [ῥέζω (Ι)] δραστήριος, ενεργητικός, δημιουργικός («ἄλλως μὲν οὐκ ὄντα ῥέκτην οὐδὲ θαρραλέον») αρχ. ιερεύς …

    Dictionary of Greek

  • 56ψυχοφάγος — ον, Μ ψυχοφθόρος («κατὰ τῶν ἀσάρκων μὲν ἄλλως δὲ σαρκοβόρων, εἰπεῑν δὲ καὶ ψυχοφάγων ὀρνέων», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + φάγος*] …

    Dictionary of Greek

  • 57ԱՊԱ — ( ) NBH 1 0267 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ա.մ. ԱՊԱ կամ ԱՊԱՅ, ապայի, յապա, յապայս, զապայս, առ ʼի յապայս. μέλλων, ον futurus, um յետոյ լինել. հանդերձեալ. ապառնի. եւ Յետոյ. ետքի, ետքը,… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)