καὶ ἄλλως

  • 41ILLAE Res — apud Amob. adv. Gentes l. 3. ubi de Principe, Circumferentem res illas: Lucretio Veneris res dicuntur de Rer. Nat. l. 1. v. 556. l. 3. v. 771. et l. 5. v. 845. Nec patuêre cupitum aetatis tangere florem; Nec reperire cibum; net iungi per Veneris… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 42REX Omnium — πάντων Βαςιλεὺς, apud Platonem, in Timaeo, et Ep. 2. ubi Dionysio de prima Natura interroganti Philosophus respondet, Φραςτέον δή ςοι δἰ αἰνιγμῶν; ἵν᾿ ἄν τι ἡ δέλτος ἤ πόντου ἢ γῆς εν πτοχαῖς πάθῃ, ὁ ἀναγνοὺς μὴ γνῶ ὧδε γὰρ ἔχει, περὶ τῶν ΠΑΝΤΩΝ… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 43SERICA Vestis — bombycum opus, in omni Anni tempore, usum habet. In astu magno, ob levitatem, accommodatissima rafetata: in minori, ormesina. Hieme conducunt felpa et velutum: quorum utrumque pondere suô et villis calefacit. Vere et Autumnô laudatur rasa, quae… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 44νη — (I) νή, βοιωτ. και αρκαδ. τ. νεί (Α) μόριο το οποίο χρησιμοποιείται: 1. προκειμένου να δηλώσει ισχυρή βεβαίωση: α) (όταν συντάσσεται με αιτιατική τού ονόματος θεότητας στην οποία ορκίζεται κάποιος) ναι, μα («νὴ Δία κἀμὲ τοῡτ ἔδρασε ταυτόν»,… …

    Dictionary of Greek

  • 45BLEMYES it. BLEMIAE, BLENAE vel BLEPTAE — BLEMYES, it. BLEMIAE, BLENAE, vel BLEPTAE Aethiopum populi a Martiano Imperatore per Florum repressi, A. C. 450. Claudian. Errat Per Meroen, Blemyasque feros, atramque Syenen. Hi capite carent, oculosque habent et os pectori affixos. Monstra… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 46ενδέχομαι — (AM ἐνδέχομαι Α και ιων. τ. ἐνδέκομαι) 1. απρόσ. ενδέχεται είναι δυνατόν, δεν αποκλείεται («ενδέχεται να επιστρέψει») 2. (μτχ. ενεστ.) ενδεχόμενος αυτός που σύμφωνα με τη λογική μπορεί να συμβεί, πιθανός («ενδεχόμενη ζημιά») 3. (το ουδ. μτχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 47μετάβολος — μετάβολος, ον (ΑM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετάβολον αντίγραφο|| αρχ. 1. μεταβλητός, ευμετάβλητος («δυοῑν ὑποκειμένων φύσεων, τῆς μὲν αἰσθητῆς ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ μεταβόλου καὶ φορητῆς ἄλλοτε ἄλλως», Πλούτ.) 2. αυτός που πωλεί λειανικά (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 48υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α …

    Dictionary of Greek

  • 49φθέγγομαι — ΝΜΑ (λόγιος τ.) μιλώ νεοελλ. (με ειρωνική συν. σημ.) λέω κάτι με στόμφο μσν. αρχ. ξεστομίζω («βασιλεῡ κοῑον ἐφθέγξαο ἔπος;», Ηρόδ.) αρχ. 1. (ιδίως) μιλώ με ένταση, φωνάζω 2. (σπάν.) βγάζω ασθενή φωνή («ὀλίγῃ ὀπῇ φθεγξάμενος», Ομ. Οδ.) 3. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 50Oleni — For a municipality in the prefecture of Achaea, see Olenia. There is also Oleni Island and Oleni in Russia. Oleni Ωλένη Location …

    Wikipedia