καὶ ἀσφάλεια

  • 21εχέγγυος — ο (ΑΜ ἐχέγγυος, ον) 1. αυτός που παρέχει ή που μπορεί να δώσει εγγύηση και ασφάλεια, αξιόπιστος, ασφαλής («τοῡ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύω πιστεύσαντες» επειδή πίστεψαν στην ποινή τού θανάτου, διότι παρέχει εγγύηση περιορισμού τών εγκλημάτων,… …

    Dictionary of Greek

  • 22Ράδου, Μιχέα — Ηγεμόνας της Βλαχίας, που βασίλεψε δυο φορές (πρώτη: 1610 1616, δεύτερη: 1619 1623). Ανήκε σε οικογένεια ευγενών και κατέλαβε τον θρόνο, αφού νίκησε τον Μπατόρ Γάμπορ, επικεφαλής Τούρκων και ντόπιων στρατιωτικών. Στα χρόνια της ηγεμονίας του… …

    Dictionary of Greek

  • 23Αλαμάνος, Ζαχαρίας — (16ος αι.). Ευγενής από την Κέρκυρα. Αναφέρεται και ως Αλεμάνος. Διετέλεσε μέλος της πρεσβείας, που πήγε στη Βενετία και κατάφερε να επικυρώσει από τη Γερουσία της ιταλικής πόλης τα παλαιά προνόμια του νησιού που είχαν ατονήσει. Παράλληλα… …

    Dictionary of Greek

  • 24προπύργιο — το / προπύργιον, ΝΜΑ μικρός πύργος ο οποίος βρίσκεται μπροστά και πριν από άλλους μεγαλύτερους, προχωρημένο οχύρωμα, προτείχισμα, προμαχώνας νεοελλ. 1. συνεκδ. ασφαλής, οχυρή θέση 2. καθετί που παρέχει προστασία και ασφάλεια («το Βυζάντιο υπήρξε… …

    Dictionary of Greek

  • 25τσιφ — και σιφ, το, Ν άκλ. όρος τού διεθνούς εμπορίου ο οποίος δηλώνει ότι στην τιμή τών εμπορευμάτων που πωλήθηκαν και μεταφέρονται με πλοίο περιλαμβάνεται η αξία τους, η ασφάλεια και ο ναύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cif < C.I.F., αρκτικόλεξο από τις λ …

    Dictionary of Greek

  • 26σαμάνος — και σαμάν, ο, Ν (στα ουραλοαλταϊκά φύλα τής κεντρικής και βόρειας Ασίας καθώς και σε άλλα μέρη τού κόσμου) μάγος που, σύμφωνα με τις τοπικές θρησκευτικές δοξασίες, είναι προικισμένος με την ικανότητα να επικοινωνεί με τον κόσμο τών πνευμάτων, να… …

    Dictionary of Greek

  • 27ομηρεία — και ομηρία, η (Α ὁμηρεία και ιων. τ. ὁμηρείη και ὁμηρέα) [ομηρεύω (Ι)] η κατάσταση τού ομήρου, το να είναι κανείς όμηρος αρχ. 1. παροχή ομήρων ως εγγύηση 2. εγγύηση, ασφάλεια …

    Dictionary of Greek

  • 28ηγγυημένος — και εγγυημένος, η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εγγυώμαι) (για εργασία ή πράγμα, εμπόρευμα κ.λπ.) με ασφάλεια, με θετικότητα, με βεβαιότητα καλός, καλής ποιότητας (α. «εγγυημένη ποιότητα, εργασία» κ.λπ. β. «εγγυημένο μηχάνημα, προϊόν» κ.λπ.) …

    Dictionary of Greek

  • 29κτηνασφάλεια — και κτηνασφάλιση, η η ασφάλιση τών αγροτικών κτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + ασφάλεια] …

    Dictionary of Greek

  • 30αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …

    Dictionary of Greek