καὶ ἀσφάλεια

  • 121Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση — (συντομ. ΔΕΕ, διεθν.Western European Union). Διεθνής οργανισμός με έδρα τις Βρυξέλλες και με σκοπό την αμυντική συνεργασία αρχικά της δυτικής και στη συνέχεια ολόκληρης της Ευρώπης. Περιλαμβάνει 10 πλήρη μέλη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία,… …

    Dictionary of Greek

  • 122εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …

    Dictionary of Greek

  • 123επικοινωνίας, οδοί — Κατευθυντήριες που ακολουθεί ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του. Είναι δυνατόν να είναι χερσαίες (οδικές και σιδηροδρομικές), ποτάμιες ή σε πλωτές διώρυγες, λιμναίες, θαλάσσιες και εναέριες. Ο άνθρωπος επεμβαίνει με την εργασία του μόνο σε ό,τι… …

    Dictionary of Greek

  • 124Ευρωπαϊκό Συμβούλιο — Το κυριότερο όργανο λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται είτε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των κρατών μελών (διάσκεψη κορυφής) είτε από τους αρμόδιους υπουργούς για συγκεκριμένα θέματα. Κάθε χώρα ασκεί την… …

    Dictionary of Greek

  • 125Κνωσός — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, 5 χλμ. ΝΑ του Ηρακλείου. Τα ερείπιά της καλύπτουν, με σχεδόν συνεχή κατοίκηση, μια εκτεταμένη χρονική περίοδο που ξεκινά από τα πρώτα νεολιθικά χρόνια (περ. 6000 π.Χ.) και τελειώνει στο τέλος της πρώτης βυζαντινής… …

    Dictionary of Greek

  • 126Κριάρης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από την επαρχία Σελίνου της Κρήτης. Το πραγματικό επώνυμο του γενάρχη της οικογένειας, Γεωργίου Κ. (βλ. 3.), ήταν Μπενουδάκης, αλλά αποκλήθηκε Κ. από τους συμπολεμιστές του, λόγω της γενναιότητας και της… …

    Dictionary of Greek

  • 127Μολιέρος — (Moliere, Παρίσι 1622 – 1673). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα και ηθοποιού Ζαν Μπατίστ Ποκλέν (Jean Baptiste Poquelin). Φοίτησε πρώτα σε σχολείο ιησουιτών, ανάμεσα στους νέους της υψηλής κοινωνίας· συνέχισε κατόπιν τις… …

    Dictionary of Greek

  • 128Μποτσουάνα — Κράτος της νότιας Αφρικής. Συνορεύει Β και Δ με τη Nαμίμπια, τα ΒΑ με τη Ζιμπάμπουε, τα Ν και ΝΑ με τη Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία.Tο κράτος της Μ., που πριν ανακτήσει την ανεξαρτησία του από τη Βρετανία ονομαζόταν Mπετσουαναλάνδη (Betchuanaland) …

    Dictionary of Greek