καὶ ἀπαράσκευος
1απαρασκεύαστος — απαρασκεύαστος, η, ο και απαράσκευος, η, ο επίρρ. α απροετοίμαστος, ανέτοιμος: Η χώρα ήταν απαρασκεύαστη για πολεμική αναμέτρηση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2αδιάβαστος — η, ο [διαβάζω] 1. (για μαθητές, σπουδαστές) αυτός που δεν διάβασε τα μαθήματά του, που δεν μελέτησε 2. (γενικότερα) αυτός που δεν μελέτησε το θέμα, το αντικείμενο, με το οποίο ασχολείται ή πρόκειται να ασχοληθεί, και ιδιαίτερα ο αμελέτητος, ο… …
3ανάρμοστος — η, ο (Α ἀνάρμοστος, ον) αυτός που δεν αρμόζει, ανοίκειος, ακατάλληλος, αταίριαστος αρχ. 1. (για ήχο) ο δίχως αρμονία, παράφωνος (αντίθ. του ευάρμοστος) 2. (για πρόσωπα) άκαμπτος, πεισματάρης 3. απροετοίμαστος, απαράσκευος 4. στη Μυκηναϊκή απαντά… …