καὶ ἀλλότριος

  • 11αλλοτριολογώ — ἀλλοτριολογῶ ( έω) (Α) λέω πράγματα ξένα και άσχετα προς το θέμα, μιλώ «ξεκάρφωτα», λέω ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλλοτριολόγος < ἀλλότριος + λόγος < λέγω] …

    Dictionary of Greek

  • 12αλλοτριοφάγος — ο (ΑΜ ἀλλοτριοφάγος, ον) αυτός που τρώγει από τα ξένα και όχι από τα δικά του, ξενοφαγάς νεοελλ. 1. αυτός που σφετερίζεται, που οικειοποιείται πράγματα που δεν τού ανήκουν 2. Ιατρ. αυτός που πάσχει από αλλοτριοφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος +… …

    Dictionary of Greek

  • 13αλλοτριόνους — ἀλλοτριόνους, ουν και νοος, ον (Μ) αυτός που έχει παράξενη ή ασαφή σημασία (διαφορετική ερμηνεία) εκείνος που ανήκει σε διαφορετικό τρόπο σκέψεως, που πιστεύει άλλα, ο αιρετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλλότριος + νοῦς] …

    Dictionary of Greek

  • 14αλλόθρους — ἀλλόθρους, ουν και οος, ον (Α) 1. αυτός που μιλά άλλη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος 2. αλλότριος, ξένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + θροῦς] …

    Dictionary of Greek