καὶ ἀγανακτῶ

  • 1αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 2αγανακτώ — και αγαναχτώ, αγανάκτησα και αγανάχτησα, αγανακτισμένος και αγαναχτισμένος βλ. πίν. 73 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 3σπάζω — και σπάνω και σπάω Ν 1. κομματιάζω κάτι χτυπώντας το ή ρίχνοντας το κάτω (α. «σπάω πέτρες με τη βαριά» β. «γλίστρησα κι έσπασα το ποτήρι») 2. προξενώ ζημιά ή καταστροφή σε κάτι (α. «με τη μεταφορά έσπασαν το τραπέζι» β. «ο αέρας έσπασε τα… …

    Dictionary of Greek

  • 4εναντιώνομαι — και εναντιούμαι ( όομαι) (AM ἐναντιοῡμαι, Μ και ἐναντιῶ και ἐναντιώνω) αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι («ὡς οὐδενός ἐναντιουμένου», Αριστοφ.) μσν. Ι. ενεργ. ἐναντιῶ και ἐναντιώνω 1. είμαι αντίθετος 2. αντιτάσσομαι, εναντιώνομαι 3. αποκρούω,… …

    Dictionary of Greek

  • 5αγανάκτημα — και χτισμα, το και χτισμός, ο [αγανακτώ και αγαναχτίζω] η αγανάκτηση* …

    Dictionary of Greek

  • 6βαριέμαι — και βαριούμαι (Μ βαριοῡμαι και βαριῶμαι) 1. τεμπελιάζω, αδιαφορώ 2. βαριέμαι να..., κουράζομαι να... 3. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 4. δυσανασχετώ για κάτι μσν. αγανακτώ, εξοργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαριούμαι και βαριέμαι είναι μεταπλασμένοι τ. του αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 7συνασχάλλω — και ποιητ. τ. συνασχαλῶ, άω και αττ. τ. ξυνασχάλλω και ξυνασχαλῶ, άω, Α αγανακτώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀσχάλλω «δυσανασχετώ, αδημονώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 8αγαναχτώ — αγανακτώ και αγαναχτώ, αγανάκτησα και αγανάχτησα, αγανακτισμένος και αγαναχτισμένος βλ. πίν. 73 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 9βουρκώνω — και βουλκώνω (Μ βουρκώνω και βουλκώνω) [βούρκος, βούλκος] Ι. 1. (για τα μάτια) γίνομαι θολός από τα δάκρυα 2. θλίβομαι, λυπάμαι II. βουρκώνομαι νεοελλ. 1. θολώνομαι, ταράζομαι 2. εξοργίζομαι, αγανακτώ III. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) βουρκωμένος, η …

    Dictionary of Greek

  • 10αγανάκτητος — και χτιστος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει αγανακτήσει 2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα, ταλαιπωρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγανακτώ, όπου το αρκτικό φωνήεν α προσλαμβάνει στερητική σημασία με τον αναβιβασμό τού τόνου στην προπαραλήγουσα (βλ. α… …

    Dictionary of Greek