καὶ ϑορυβεῖν
1θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …
2χαλαβείν — Α (κατά τον Ησύχ.) «θορυβεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τους τ. που παραδίδει επίσης ο Ησύχ. ἀλαβυτῶ θορυβῶ και ἀλάβητοι θόρυβοι] …