καὶ τεκτονική

  • 71χαλκευτικός — ή, ό / χαλκευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαλκεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαλκευτή 2. το θηλ. ως ουσ. η χαλκευτική η τέχνη τού χαλκευτή (α. «ασχολείται με τη χαλκευτική» β. «ὥσπερ ἡ ἰατρική καὶ ἡ χαλκευτικὴ καὶ ἡ τεκτονική», Ξεν.) αρχ. ο… …

    Dictionary of Greek

  • 72Τάτρα όρη — Ορεινός όγκος της Τσεχοσλοβακίας. Χωρίζεται με τεκτονική τομή που σημειώνεται από θερμές και μεταλλικές πηγές στην Άνω Τάτρα και Κάτω Τάτρα, με ψηλότερη κορυφή την Γκερλαχόφσκι, ύψους 2.665 μ. Μια άποψη της περιοχής της Άνω Τάτρα …

    Dictionary of Greek

  • 73στοά — η 1. είδος οικοδομήματος με κιονοστοιχία στη μια ή και στις δύο πλευρές του. 2. δίοδος στεγασμένη μέσα σε κάποιο κτιριακό συγκρότημα. 3. υπόνομος ορυχείου. 4. «τεκτονική στοά», τόπος όπου συνεδριάζουν οι τέκτονες και τμήμα του τεκτονικού τάγματος …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 74κεραμεία — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 400 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, 15 χλμ. ΒΔ της Μυτιλήνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευεργέτουλα του νομού Λέσβου. 2. Οικισμός (26 κάτ.) της Χίου.… …

    Dictionary of Greek

  • 75ολίσθηση — η (Α ὀλίσθησις, εως, ιων. γεν. ιος) [ολισθάνω] αυτόματη κίνηση πάνω σε κατωφερή ή λεία επιφάνεια, γλίστρημα και πέσιμο νεοελλ. 1. (μηχαν.) μετάθεση δύο επιφανειών που βρίσκονται σε επαφή με τέτοιο τρόπο ώστε ένα σημείο επαφής τής μιας να… …

    Dictionary of Greek

  • 76ορεοδομή — η 1. η διάπλαση τών ορέων 2. η μορφολογία και η τεκτονική διαμόρφωση μιας χώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ορεο (βλ. λ. όρος [II]) + δομή (< δέμω), πρβλ. λιθο δομή, οικοδομή] …

    Dictionary of Greek

  • 77σααλικός — ή, ό, Ν φρ. «σααλική πτύχωση» γεωλ. τεκτονική φάση τής εριώνιας ορογένεσης που συντελέστηκε κατά το μέσο Πέρμιο, δηλαδή πριν από 260 περίπου εκατομμύρια χρόνια, στη βόρεια Γερμανία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… …

    Dictionary of Greek