καὶ τεκτονική

  • 61Κωπαΐδα — Πεδιάδα της Βοιωτίας, η οποία άλλοτε ήταν λίμνη. Περιβάλλεται από τα βουνά της Λοκρίδας, τον Ελικώνα, το Σφίγγιο και τα ανατολικά υψώματα του Παρνασσού. Η λεκάνη, στη βαθύτερη περιοχή της οποίας υπήρχε άλλοτε η ομώνυμη λίμνη, δημιουργήθηκε από… …

    Dictionary of Greek

  • 62διακλάσεις — Ρωγμές διαφόρου μεγέθους –από μερικά μέτρα έως μερικές εκατοντάδες μέτρων– που διασχίζουν τα πετρώματα και αποτελούν στοιχειώδη συνέπεια των ορεογενετικών κινήσεων σε αυτά. Από τον προσανατολισμό και την κλίση των δ. μπορεί να προκύψουν… …

    Dictionary of Greek

  • 63Ίμαντρα — (Imandra). Λίμνη (881 τ. χλμ.) της βορειοδυτικής Ρωσίας, στο νοτιοδυτικό τμήμα της χερσονήσου Κόλα, στην περιοχή του Μουρμάνσκ. Βρίσκεται σε παγετωνική τεκτονική λεκάνη με υψόμετρο 126 μ. και το βάθος της είναι 67 μ. Η λίμνη έχει πολυάριθμους… …

    Dictionary of Greek

  • 64λιθοσφαιρικός — ή, ό γεωλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθόσφαιρα 2. φρ. «λιθοσφαιρική πλάκα» τεκτονική ενότητα, παγκόσμιας κλίμακας, που αποτελεί σφαιρικό κάλυμμα με άκαμπτη μηχανική συμπεριφορά και με πάχος 100 περίπου χιλιόμετρα, αλλ. τεκτονική πλάκα …

    Dictionary of Greek

  • 65Στίλε, Χανς — (Stille). Γερμανός γεωλόγος (1876 – 1966). Σπούδασε στην Ανώτατη Τεχνική Σχολή του Αννόβερου και στο πανεπιστήμιο του Γκέτιγκεν. Διετέλεσε καθηγητής της Ανώτατης Τεχνικής Σχολής του Ανόβερου, του Ινστιτούτου της Λιψίας, του Γκέτιγκεν και του… …

    Dictionary of Greek

  • 66Αργκάν, Εμίλ — (Emile Argand, Γενεύη 1879 – Νεσατέλ 1940). Ελβετός γεωλόγος. Yπήρξε καθηγητής της γεωλογίας και παλαιοντολογίας και κατόπιν της ορυκτολογίας στο πανεπιστήμιο του Νεσατέλ. Αφιερώθηκε στη μελέτη των Άλπεων και επεξεργάστηκε την τεκτονική σύνθεση… …

    Dictionary of Greek

  • 67Ιουδαία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή, που αποτελούσε το νοτιότερο τμήμα της αρχαίας Παλαιστίνης. Η I. ορίζεται στα Δ από την παράκτια πεδιάδα που βρέχεται από τη Μεσόγειο, στα Α από την παλαιστινιακή τεκτονική τάφρο …

    Dictionary of Greek

  • 68σουδητικός — ή, ό, Ν [Σουδήτες] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σουδήτες και στη Σουδητία («σουδητικά Όρη» οροσειρές τής Τσεχοσλοβακίας, στα σύνορα με την Πολωνία, οι οποίες καλύπτουν τα εδάφη τής βόρειας Βοημίας και τής Μοραβίας που συγκροτούν τη… …

    Dictionary of Greek

  • 69υπέρθεση — η / ὑπέρθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑπερτίθημι] η τοποθέτηση ενός πράγματος πάνω από ένα άλλο νεοελλ. 1. επαλληλία 2. εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης, υπερημερία 3. (γεωμορφ.) διεργασία κατά την οποία ένα υδάτινο ρεύμα δεν ακολουθεί τη λιθολογική ή την… …

    Dictionary of Greek

  • 70λεπίωση — η γεωλ. σύνθετη τεκτονική διεργασία που αποτελεί είδος εφίππευσης και κατά την οποία δημιουργούνται μονοκλινικές ακολουθίες στρωμάτων και περιοδικές επαναλήψεις τών κανονικών σκελών τών πτυχών, συνήθως κατά την ίδια σειρά, αλλ. δομή κατά λέπη …

    Dictionary of Greek