καὶ τεκτονική

  • 51Μύρων — I (5ος αι. π.Χ.). Γλύπτης από τις Ελευθερές της Αττικής, ένας από τους σημαντικότερους της αρχαιότητας, ο οποίος άκμασε μεταξύ 480 και 440 π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει μαζί με τον Πολύκλειτο και τον Πυθαγόρα στους χρόνους της 90ής Ολυμπιάδας (420… …

    Dictionary of Greek

  • 52μεσάρα — Μεγάλη πεδιάδα της Κρήτης (μήκος 50 χλμ., πλάτος 7 χλμ.) στο νότιο τμήμα του νομού Ηρακλείου που εκτείνεται από το Τυμπάκι έως την Άνω Βιάννο. Περικλείεται από τα όρη Ίδη, Κόφινα και από το Λιβυκό πέλαγος. Σχηματίστηκε με τεκτονική καταβύθιση… …

    Dictionary of Greek

  • 53σεισμολογία — Κλάδος της γεωφυσικής, που εξετάζει τα σεισμικά φαινόμενα, δηλαδή τους σεισμούς και το σύνολο των εκδηλώσεων που συνδέονται με αυτούς. Κύριος σκοπός της σ. είναι η έρευνα του τρόπου διάδοσης, των σεισμικών κυμάτων που γεννιούνται στην εστία του… …

    Dictionary of Greek

  • 54Νιάσα ή Μαλάουι — (αγγλ. Lake Nyasa ή Malawi). Λίμνη (30.800 τ. χλμ.) της ανατολικής Αφρικής. Είναι η τρίτη σε έκταση και η πιο νότια των μεγάλων λιμνών, που βρίσκονται στην τεράστια τεκτονική τάφρο (Rift Valley), η οποία δημιουργήθηκε κατά το μειόκαινο και… …

    Dictionary of Greek

  • 55Σαμάρεια — Ιστορική περιοχή της Παλαιστίνης, που σήμερα ανήκει στο κράτος του Ισρα ρήλ και στο Βασίλειο της Ιορδανίας. Ορίζεται στα Β από τη Γαλιλαία, στα Ν από την Ιουδαία, και στα Α από τη βαθιά συροαφρικανική τεκτονική τάφρο, τη λεγόμενη «Κοιλάδα του… …

    Dictionary of Greek

  • 56ζάγρος — (Zagros). Ορεινό συγκρότημα (ψηλότερη κορυφή 4.432 μ.) της δυτικής Ασίας, που ορίζει από τα Δ και τα Ν το ιρανικό οροπέδιο. Εκτείνεται από την Αρμενία έως το Βελουχιστάν και δεσπόζει του βαθυπέδου της Μεσοποταμίας, του Περσικού κόλπου και του… …

    Dictionary of Greek

  • 57κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …

    Dictionary of Greek

  • 58φλύσχης — Στη γεωλογία, όρος της γερμανοελβετικής διαλέκτου (flysch), που σημαίνει «έδαφος που ολισθαίνει». Χρησιμοποιήθηκε από πολύ παλιά για να χαρακτηριστεί ένας ιδιαίτερος, κρητιδοπαλιογενής σχηματισμός των βόρειων Άλπεων, ενώ σήμερα αρχίζει να… …

    Dictionary of Greek

  • 59σχιστόλιθοι — Κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα, που έχουν προέλθει από τη μεταμόρφωση άλλων πετρωμάτων, είτε εκρηξιγενών (ορθο σχιστόλιθοι), είτε ιζηματογενών (παρασχιστόλιθοι). Κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των σ. είναι η σχιστότητα, η παράλληλη δηλαδή διάταξη… …

    Dictionary of Greek

  • 60Βόσγια όρη — (Vosges). Ορεινός όγκος, μήκους περίπου 250 χλμ., της βορειοανατολικής Γαλλίας, με κατεύθυνση ΝΔ ΒΑ, από τη δίοδο Μπελφόρ στον αυχένα του Σαβέρν, μεταξύ του λορενίου τριαδικού υψιπέδου στα Δ και της αλσατικής πεδιάδας στα Α. Τη σημερινή… …

    Dictionary of Greek