καὶ τεκτονική

  • 41Μοζαμβίκη — I Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Τανζανία, το Μαλάουι και τη Ζάμπια, στα Α με τη με τη Ζιμπάμπουε, τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία και τη Σουαζιλάνδη. Βρέχεται στα Α από τον Ινδικό ωκεανό.Η Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους… …

    Dictionary of Greek

  • 42Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …

    Dictionary of Greek

  • 43Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …

    Dictionary of Greek

  • 44Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… …

    Dictionary of Greek

  • 45Κύθηρα — I Νησί (278 τ. χλμ., 3.354 κάτ.) στη συμβολή του Ιονίου, του Μυρτώου και του Κρητικού πελάγους. Βρίσκεται απέναντι από τον Λακωνικό κόλπο, ΝΔ του ακρωτηρίου Μαλέας. Υπάγεται διοικητικά στη νομαρχία Πειραιώς του νομού Αττικής. Το σύνολο των… …

    Dictionary of Greek

  • 46Παλαιστίνη — Η Π. βρέχεται Δ από τη Μεσόγειο και από τον κόλπο της Άκαμπα (Ερυθρά θάλασσα) στα Ν, και συνορεύει με τον Λίβανο στα Β, τις τεράστιες ερημικές ή ημιερημικές εκτάσεις της Συρίας στα Α, το Σινά στα ΝΔ. Μορφολογικά μπορεί να διαιρεθεί σε 3 λωρίδες,… …

    Dictionary of Greek

  • 47φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες …

    Dictionary of Greek

  • 48ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή …

    Dictionary of Greek

  • 49τάφρος — Μακρουλό άνοιγμα μέσα στο έδαφος που δεν είναι σκεπασμένο. Οι τ. κατασκευάζονται για διάφορους σκοπούς και ανάλογα με τον προορισμό τους παίρνουν και το όνομά τους. τ. ερευνητικές. Πολλές φορές, μετά την πρώτη αναγνώριση και διαπίστωση ότι κάποια …

    Dictionary of Greek

  • 50Σαχάρα — Αφρικανική έρημος που καταλαμβάνει μια εξαιρετικά εκτεταμένη περιοχή του βόρειου τμήματος της ηπείρου (8 περίπου εκατομμύρια τ. χλμ.) και που ορίζεται από την ακτή της Σύρτης, τα τυνησιακά sciott, τις κλιτύς του Άτλαντα, το εσωτερικό δέλτα του… …

    Dictionary of Greek