καὶ οὗτος

  • 101AFRICA — I. AFRICA quae et Libye; Graece dicitur, ab α privativo, et φρίκη horror, quasi sine frigore (ita enim veteres Grammatici nugari amant) una ex tribus orbis terrae partibus, in meridiem vergens, mari Mediterraneo ad arctos, Oceano ad occasum,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 102AUSTERUM in coloribus — Graecis πικρὸν. Epiphanius l. de 12. Lapidib. de Smaragdo, qui saturatius viret, Τριτος, inquit, λίςθος σμάραγδος: οὗτος καλε̈ιται καὶ πράσινος: ἔςτι δὲ χλωρὸς τῷ εἴδει: ὅμως ἐςτὶ διαφορά τις εν αὐτοῖς. τινες μεν γὰρ αὐτοὺς Νερωνιανοὺς καλοῦσιν,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 103CHARTOPHYLAX — in Ecclesia Constantinopolitana, custos erat annuli Patriarchalis, quem ille a Patriatcha sollenniter acceptum, in pectore gestabat; ut dictum: quemadmodum Magno Logothetae vel etiam Accubitori palae, cura annuli vel sigilli, quô literae… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 104IOSAPHAT — gil. Asa, regnare coepit super Iudam Anno 4. Achabi, Regis Israel: h. e. A. M. 3120. A. C. N. 931. Annorum erat 30. cum regnare coepisset, et 25. Annis regnavit: pietatem coluit, partis Asae genuinam prolem se preaestittit. Classem paravit, quae… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 105TRIBONIUM — Graece Τρίβων et Τριβώνιον, Philosophorum pallium fuit, Lucianus Timone, Ο῾ δὲ Τρίβων οὗτος πορφυρίδος ἀμείνων, Pallium, quâvis purpurâ potius. Cum vero pallium totius gentis Graecorum communis habitus eslet, ii, qui severiorem Philosophiam… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 106ερανίζομαι — (AM ἑρανίζομαι και ἐρανίζω) [έρανος] συγκεντρώνω χρήματα για να τά δώσω σε κάποιον μσν. νεοελλ. συγκεντρώνω περικοπές, γνώμες, χωρία από βιβλία και κείμενα αρχ. μσν. 1. ζητώ χρήματα για έρανο («τοὺς φίλους ἐρανίσας», Δημοσθ.) 2. δανείζομαι άτοκα… …

    Dictionary of Greek

  • 107θαλάσσιος — α, ο (AM θαλάσσιος, ία, ον, Α και θαλάσσιος, ον, αττ. τ. θαλάττιος, ία, ον και ος, ον) [θάλασσα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα, αυτός που υπάρχει ή γίνεται μέσα ή πάνω σε αυτήν, αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «θαλάσσια λουτρά»… …

    Dictionary of Greek

  • 108λιμένας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 35 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Πασά Λιμάνι. * * * και λιμήν, ο (AM λιμήν, ένος) 1. φυσική ή τεχνητή …

    Dictionary of Greek

  • 109προπαιδεία — η, ΝΜΑ, και προπαίδεια, Ν [προπαιδεύω] η προπαρασκευαστική παιδεία, η πνευματική και ηθική συγκρότηση που έχει προηγηθεί (α. «δεν είχε την κατάλληλη προπαιδεία για τέτοιες σπουδές β. «ἦν δ οὗτος τῶν μάλιστα ἐλευθερίων προπαιδείας τε τῆς καθ… …

    Dictionary of Greek

  • 110σπερμολόγος — ο, η / σπερμολόγος, ον, ΝΜΑ, και σπερματολόγος, ον Α αυτός που συγκεντρώνει και διαδίδει ανεξέλεγκτες πληροφορίες και κακόβουλες φήμες (α. «είναι ένας αδίστακτος σπερμολόγος» β. «τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν;», ΚΔ γ. «σπερμολόγος,… …

    Dictionary of Greek